Σελίδες

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ

Ορέστεια (458 π.Χ)
Είναι σχεδόν γενικά παραδεδεγμένο σήμερα, ότι ο Αισχύλος ξεκίνησε από λόγους κυρίως πολιτικούς για ν' ανεβάσει στη σκηνή, το 458 π.Χ., την Τριλογία Ορέστεια, της οποίας βάση είναι ο μύθος του Ορέστη. Ανάμεσα στις μεγάλες δίκες που δικαστήκαν πάνω στον αττικό λόφο, του Αρείου Πάγου, αναφερόταν απ' την παράδοση κι η δίκη του μητροκτόνου Ορέστη. Εκεί, χάρη στην επέμβαση της Αθηνάς, ο μητροκτόνος κηρύχθηκε όχι αθώος, αλλά ελεύθερος απ' τον φόνο. Χάρη του σκοπού, που επεδίωκε ο ποιητής, εισάγει στον μύθο μια μικρή καινοτομία : παριστάνει τον "Άρειο Πάγο" να έχει συσταθεί τότε για πρώτη φορά απ' την Αθηνά κι αποκλειστικά για να δικάσει τον Ορέστη κι απ' αυτό παίρνει αφορμή να εξάρει τη θεϊκή αρχή και τη σπουδαιότητα του ανωτάτου αυτού δικαστηρίου ή μάλλον πολιτικού Σώματος, το οποίο απ' την εποχή των Μηδικών είχε συγκέντρωση στα χέρια του την ανώτατη διοίκηση της Αθηναϊκής πολιτείας, που όμως τελευταία, το 458 π.Χ., κινδύνευε να χάσει και τα τελευταία του πολιτικά προνόμια, κάτω απ' τ' αμείλικτα πλήγματα της δημοκρατικής μερίδας, της οποίας ηγείτο ο Περικλής. Συγχρόνως ο ποιητής στο πρόσωπο του Ορέστη παίρνει αφορμή να πανηγυρίσει μ' όλη την πόλη τη συμμαχία που έγινε κείνη την εποχή ανάμεσα στην Αθήνα και το Άργους, με την οποία εγκαινιαζόταν η νέα, αντίθετη του Φιλολάκωνα κι αριστοκρατικού Κίμωνα, εξωτερική πολιτική του Περικλή, που αποσκοπούσε στην ηγεμονία των Αθηνών σ' όλη την Ελλάδα με την ταπείνωση της Σπάρτης. Εννοείται ότι οι λοιπές μεταβολές που επέφερε ο ποιητής στον μύθο, δεν υπαγορευτήκαν από πολιτικούς λόγους, αλλά απ' τη σύγκρουση της παλιάς δωρικής παράδοσης προς το αττικό πνεύμα. Ο νόμος του αίματος, το δίκιο των νεκρών (στο οποίο κατά τη δωρική παράδοση επιβάλλει σιγή η βίαιη παρέμβαση του Απόλλωνα που αποκρούει τις Ερινύες με τα βέλη του) ήταν πράγματα πολύ σεβαστά για τον Αττικό του 5ου π.Χ. αιώνα, ώστε έτσι να ικανοποιείται μ' αυτή τη λύση. Στον Αισχύλο το έγκλημα του Ορέστη δεν δικαιολογείται, δεν αθωώνεται. Ο μητροκτόνος απλώς παίρνει χάρη, με την επέμβαση της Αθηνάς, η οποία αντιπροσωπεύει το πιο ανθρώπινο συναίσθημα της επιείκειας.
Οι τραγωδίες που αποτελούν την τριλογία είναι :

Αγαμέμνων
Ο Αγαμέμνων που είναι το πρώτο δράμα της τριλογίας Ορέστεια, είναι το δράμα μιας συνταρακτικής αγωνίας που μεγαλώνει απ’ τη μια σκηνή στην άλλη. Στο κέντρο του δράματος, τη στιγμή που περιμένουμε να φανεί ο νικητής βασιλιάς, ο ποιητής εκφράζει - με το στόμα βέβαια του Χορού - καθαρά και συγκεκριμένα τη σκέψη του. Ο Αγαμέμνων δεν είναι το θύμα ζηλότυπων θεών. Η ευτυχία δεν φέρνει αναγκαστικά τη συμφορά. Η δυστυχία είναι πάντα το παιδί του εγκλήματος. Είναι μια δίκαιη κι αναπόφευκτη τιμωρία. Στο άδικο γένος η παλιά αμαρτία γεννάει μια νέα αμαρτία. Η λέξη δικαιοσύνη διαφωτίζει όλη τη συνέχεια του δράματος. Με την είσοδο του Αγαμέμνονα και την προφητική φωνή της Κασσάνδρας η τραγωδία αγγίζει το δραματικότερο σημείο του πάθους. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από φόβο. Σε λίγο ακούγονται οι κραυγές του Αγαμέμνονα που σφάζεται. Η Κλυταιμνήστρα όρθια μπροστά στα ματωμένα πτώματα του βασιλιά και της Κασσάνδρας αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τον Χορό και καυχιέται για το έγκλημά της. Οι Ερινύες όμως που την ακούν, την οικτίρουν. Τα γεγονότα θ’ ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Η δολοφονία του Αγαμέμνονα θα έχει τις συνέπειές της.
Χοηφόροι
Το καινούργιο έγκλημα θέλει καινούργια πληρωμή. Αυτό φαίνεται καθαρά απ’ τα πρώτα λόγια του χορικού που λένε οι Χοηφόρες, οι γυναίκες που φέρνουν προσφορές στον τάφο του νεκρού Αγαμέμνονα. Η ίδια η Κλυταιμνήστρα διέταξε αυτές τις προσφορές και τώρα τα κορίτσια μ’ επικεφαλής την Ηλέκτρα προχωρούν προς τον τάφο που δίπλα του έχει κρυφτεί ο Ορέστης ο οποίος γύρισε πίσω στον τόπο του. Γίνεται η αναγνώριση των αδερφών κι ο Ορέστης αποφασίζει το φονικό σχέδιο θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη. Έτσι πέφτει νεκρός ο Αίγισθος, στο τέλος πέφτει νεκρή κι η Κλυταιμνήστρα. Και σ’ αυτού του έργου το τέλος, όπως και στον Αγαμέμνονα, ο φονιάς στέκεται πάνω απ’ τα πτώματα των δυο θυμάτων του. Όμως ενώ ακόμα ο Ορέστης κάνει τον απολογισμό του, τον αρπάζει η τρέλα (μανία) φέρνοντάς τον έξω απ’ τη σκηνή αναζητώντας τη λύτρωση με τη βοήθεια ενός θεού. Οι Χοηφόρες είναι το δεύτερο δράμα της Ορέστειας. Ο Χορός στο τέλος του δράματος, απαριθμεί τα τρία φοβερά εγκλήματα που σημάδεψαν την οικογένεια των Ατρειδών Κι αναρωτιέται ως που θα τραβήξει η κατάρα που χτυπάει χρόνια τώρα, το τραγικό παλάτι κι αν θα εξευμενιστεί η πικρή οργή που καταδιώκει τον άθλιο μητροκτόνο.

Ευμενίδες
Στις Ευμενίδες που είναι η Τρίτη τραγωδία κι αποτελεί την Κάθαρση, οι φοβερές μορφές των Ερινυών, που καταδιώκουν τον Ορέστη, αποτελούν τον Χορό. Η σκηνή με την οποίαν ανοίγει το έργο τις δείχνει αποκαμωμένες, κοιμισμένες, αφού κυνήγησαν τον Ορέστη ως το ιερό των Δελφών. Εδώ όμως παρουσιάζεται ο Απόλλων κι υπόσχεται τη συμπαράστασή του στον καταδιωκόμενο. Έτσι του παρέχεται ασφαλής συνοδεία ως την Ακρόπολη της Αθήνας, όπου θα βρει δικαστές να δικάσουν την περίπτωσή του (μια απ’ τις σπάνιες αλλαγές σκηνικού χώρου). Εκεί γίνεται μια τυπική δίκη. Η κορυφαία του Χορού απαγγέλλει την κατηγορία μπροστά στους Αθηναίους που έχουν συγκεντρωθεί. Ο ίδιος ο Απόλλων υπερασπίζεται τον Ορέστη κι η Αθηνά αποφασίζει υπέρ του Ορέστη. Την ίδια στιγμή η κρίση αυτή βρίσκει τη θέση της στη σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία : λίγο πριν, το 462 π.Χ. με μια μεταβολή του πολιτεύματος, αποφασίστηκε η μεταφορά στον Άρειο Πάγο της δικαιοπραξίας των φονικών ζητημάτων. Έτσι βλέπουμε ότι ο μητροκτόνος Ορέστης δικάζεται από έναν Άρειο Πάγο που δεν υπήρχε στον καιρό του. Τα πνεύματα της εκδίκησης εξευμενίζονται και σαν Ευμενίδες (καλόγνωμες) πια θεές θα έχουν στην Αθήνα έναν τόπο λατρείας τους στο εσωτερικό της πόλης.

ΠΗΓΉ
http://theatrical-evenings-a3.blogspot.gr/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου