Ο Μάρτιν Σκορσέζε υπογράφει ένα εμπνευσμένο κείμενο στο «New York Review of Books», με τίτλο «The Persisting Vision: Reading the Language of Cinema», όπου αναπτύσσει τις σκέψεις του επάνω στην ιστορία του σινεμά, το διάλογο της 7ης τέχνης με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά και τη δική του προσωπική σύνδεση με διαφορετικές πλευρές της κινηματογραφικής εμπειρίας.
Ολόκληρο το κείμενο – που αξίζει να διαβάσει κανείς στο πρωτότυπο- είναι διαποτισμένο από το πάθος του διάσημου δημιουργού για τη διατήρηση του φιλμ και του παλιού εξοπλισμού των κινηματογραφιστών, ένα σκοπό που ο «Μάρτι» υπηρετεί με ακτιβιστικό ζήλο τα τελευταία χρόνια.
«Συνειδητοποιώ πλέον ότι οι δεσμοί μου με την οικογένειά μου και με τις εικόνες που μοιραζόμασταν στο σινεμά, μου έχουν προσφέρει κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Βιώναμε μια θεμελιώδη εμπειρία από κοινού. Ζούσαμε μέσα από τις συναισθηματικές αλήθειες της οθόνης, συχνά κωδικοποιημένες, τις οποίες οι ταινίες του '40 και του '50 πολλές φορές εξέφραζαν μέσα από μικρά πράγματα, χειρονομίες, ματιές, αντιδράσεις μεταξύ των χαρακτήρων, φως, σκιές. Αυτά ήταν πράγματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε ή ακόμα και να αναγνωρίσουμε στην πραγματική ζωή. Και αυτό είναι ένα μέρος του (κινηματογραφικού) θαύματος. Όταν ακούω κάποιους να χαρακτηρίζουν τις ταινίες “φαντασία” και να διαχωρίζουν απόλυτα το σινεμά από τη ζωή, σκέφτομαι ότι αυτό είναι απλώς μια υπεκφυγή από τη δύναμη του σινεμά. Φυσικά οι ταινίες δεν είναι η πραγματική ζωή, είναι η επίκλησή της, που βρίσκεται όμως σε ένα διαρκή και δυναμικό διάλογο με τη ζωή».
«...Η επιθυμία να δώσουμε κίνηση στις εικόνες φαίνεται να υπήρχε ήδη πριν από 30.000 χρόνια, στις βραχογραφίες του σπηλαίου του Σοβέ – σε μια εικόνα ένας βίσωνας μοιάζει να έχει πολλά ζευγάρια πόδια και ίσως αυτός ήταν ένας τρόπος για να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης την εντύπωση της κίνησης. Νομίζω ότι η ανάγκη να αναπαραστήσουμε την κίνηση είναι μια κρυφή παρόρμηση. Είναι μια απόπειρα να συλλάβουμε το μυστήριο του ίδιου του “είναι” και να αναλογιστούμε επάνω σε αυτό».
«Όλες οι απαρχές είναι ανεξιχνίαστες. Η αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, η αρχή του σινεμά...»
«...Μέσα στα χρόνια οι αδελφοί Λυμιέρ και ο Ζορζ Μελιές περιγράφονται κατ' επανάληψη σαν αντίθετοι πόλοι – η ιδέα είναι ότι οι πρώτοι κινηματογράφησαν την πραγματικότητα γύρω τους, ενώ ο τελευταίος δημιούργησε τα ειδικά εφέ.
Ασφαλώς αυτές οι διακρίσεις γίνονται πάντα, είναι ένας τρόπος απλοποίησης της ιστορίας. Αλλά στην ουσία όλοι τους κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση από διαφορετικούς δρόμους – έπαιρναν ως “πρώτη ύλη” την πραγματικότητα και την ερμήνευαν, την αναδιαμόρφωναν, προσπαθώντας να βρουν μέσα της το νόημα».
«...Τα βλέπεις όλα με τα μάτια του μυαλού σου, τα συμπεραίνεις, τα σημασιολογείς. Κι αυτή η πλευρά του σινεμά -η διαδικασία της συναγωγής- είναι πολύ ξεχωριστή. Η εικόνα μέσα στο μάτι του μυαλού... Για μένα είναι το σημείο από όπου ξεκινάει η εμμονή. Είναι αυτό το στοιχείο που με κάνει να προχωράω, πάντα καταφέρνει να με συναρπάσει.
Γιατί παίρνεις μια εικόνα από εδώ, μια από εκεί, τις βάζεις δίπλα και μέσα στο κεφάλι σου έχεις μια τρίτη εικόνα που δεν υπάρχει στ' αλήθεια μέσα σε εκείνες τις δύο. Πιστεύω ότι σωστά αυτό αποκαλείται κινηματογραφική γλώσσα».
«...Σήμερα βρισκόμαστε συνεχώς μπροστά σε εικόνες, με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στην παιδεία των εικόνων μέσα στα σχολεία μας.
Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν είναι όλες οι εικόνες κατάλληλες για να καταβροχθίζονται σαν το fast food και στη συνέχεια να πέφτουν στη λήθη – πρέπει να τους εκπαιδεύσουμε ώστε να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα σε κινούμενες εικόνες που ασκούν το συναισθηματικό τους κόσμο και την εξυπνάδα τους και σε εικόνες που απλώς προσπαθούν να τους πουλήσουν κάτι».
«...Επομένως, δεν πρέπει απλώς να διατηρήσουμε τα εργαλεία του παρελθόντος, κυρίως δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφεθούμε στην καθοδήγηση των σύγχρονων πολιτισμικών στάνταρ – ειδικά τώρα. Υπήρξε μια εποχή που ο μέσος θεατής δεν είχε ιδέα για τα στοιχεία των εισπράξεων. Αλλά από τη δεκαετία του '80 και μετά έχει γίνει κάτι σαν σπορ, ένα μέσο αξιολόγησης που ευτελίζει πολιτισμικά το φιλμ».
«...Πρέπει να θυμόμαστε: μπορεί να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα έχει διάρκεια και τι όχι. Μπορεί να αισθανόμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε...»
«...Κάποιος που γεννήθηκε σήμερα θα δει την εικόνα με εντελώς διαφορετικό μάτι, με άλλο πλαίσιο αναφοράς, διαφορετικές αξίες, χωρίς το βάρος των προκαταλήψεων της εποχής που το έργο δημιουργήθηκε.
Καθένας βλέπει τον κόσμο μέσα από την εποχή του κι αυτό σημαίνει ότι κάποιες αξίες εξαφανίζονται κι άλλες αναδύονται και μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ίδια ταινία, ίδιες εικόνες... -αλλά στην περίπτωση ενός πραγματικά σπουδαίου φιλμ, μια διαχρονική δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, υπάρχει πάντα, ακόμα κι αν το όλο πλαίσιο έχει αλλάξει».
το πλήρες κείμενο (στα αγγλικά)
http://www.nybooks.com/articles/archives/2013/aug/15/persisting-vision-reading-language-cinema/?pagination=false
πηγή περιοδικό σινεμά
Ολόκληρο το κείμενο – που αξίζει να διαβάσει κανείς στο πρωτότυπο- είναι διαποτισμένο από το πάθος του διάσημου δημιουργού για τη διατήρηση του φιλμ και του παλιού εξοπλισμού των κινηματογραφιστών, ένα σκοπό που ο «Μάρτι» υπηρετεί με ακτιβιστικό ζήλο τα τελευταία χρόνια.
«Συνειδητοποιώ πλέον ότι οι δεσμοί μου με την οικογένειά μου και με τις εικόνες που μοιραζόμασταν στο σινεμά, μου έχουν προσφέρει κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Βιώναμε μια θεμελιώδη εμπειρία από κοινού. Ζούσαμε μέσα από τις συναισθηματικές αλήθειες της οθόνης, συχνά κωδικοποιημένες, τις οποίες οι ταινίες του '40 και του '50 πολλές φορές εξέφραζαν μέσα από μικρά πράγματα, χειρονομίες, ματιές, αντιδράσεις μεταξύ των χαρακτήρων, φως, σκιές. Αυτά ήταν πράγματα που υπό κανονικές συνθήκες δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε ή ακόμα και να αναγνωρίσουμε στην πραγματική ζωή. Και αυτό είναι ένα μέρος του (κινηματογραφικού) θαύματος. Όταν ακούω κάποιους να χαρακτηρίζουν τις ταινίες “φαντασία” και να διαχωρίζουν απόλυτα το σινεμά από τη ζωή, σκέφτομαι ότι αυτό είναι απλώς μια υπεκφυγή από τη δύναμη του σινεμά. Φυσικά οι ταινίες δεν είναι η πραγματική ζωή, είναι η επίκλησή της, που βρίσκεται όμως σε ένα διαρκή και δυναμικό διάλογο με τη ζωή».
«...Η επιθυμία να δώσουμε κίνηση στις εικόνες φαίνεται να υπήρχε ήδη πριν από 30.000 χρόνια, στις βραχογραφίες του σπηλαίου του Σοβέ – σε μια εικόνα ένας βίσωνας μοιάζει να έχει πολλά ζευγάρια πόδια και ίσως αυτός ήταν ένας τρόπος για να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης την εντύπωση της κίνησης. Νομίζω ότι η ανάγκη να αναπαραστήσουμε την κίνηση είναι μια κρυφή παρόρμηση. Είναι μια απόπειρα να συλλάβουμε το μυστήριο του ίδιου του “είναι” και να αναλογιστούμε επάνω σε αυτό».
«Όλες οι απαρχές είναι ανεξιχνίαστες. Η αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, η αρχή του σινεμά...»
«...Μέσα στα χρόνια οι αδελφοί Λυμιέρ και ο Ζορζ Μελιές περιγράφονται κατ' επανάληψη σαν αντίθετοι πόλοι – η ιδέα είναι ότι οι πρώτοι κινηματογράφησαν την πραγματικότητα γύρω τους, ενώ ο τελευταίος δημιούργησε τα ειδικά εφέ.
Ασφαλώς αυτές οι διακρίσεις γίνονται πάντα, είναι ένας τρόπος απλοποίησης της ιστορίας. Αλλά στην ουσία όλοι τους κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση από διαφορετικούς δρόμους – έπαιρναν ως “πρώτη ύλη” την πραγματικότητα και την ερμήνευαν, την αναδιαμόρφωναν, προσπαθώντας να βρουν μέσα της το νόημα».
«...Τα βλέπεις όλα με τα μάτια του μυαλού σου, τα συμπεραίνεις, τα σημασιολογείς. Κι αυτή η πλευρά του σινεμά -η διαδικασία της συναγωγής- είναι πολύ ξεχωριστή. Η εικόνα μέσα στο μάτι του μυαλού... Για μένα είναι το σημείο από όπου ξεκινάει η εμμονή. Είναι αυτό το στοιχείο που με κάνει να προχωράω, πάντα καταφέρνει να με συναρπάσει.
Γιατί παίρνεις μια εικόνα από εδώ, μια από εκεί, τις βάζεις δίπλα και μέσα στο κεφάλι σου έχεις μια τρίτη εικόνα που δεν υπάρχει στ' αλήθεια μέσα σε εκείνες τις δύο. Πιστεύω ότι σωστά αυτό αποκαλείται κινηματογραφική γλώσσα».
«...Σήμερα βρισκόμαστε συνεχώς μπροστά σε εικόνες, με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Γι' αυτό πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε έμφαση στην παιδεία των εικόνων μέσα στα σχολεία μας.
Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν είναι όλες οι εικόνες κατάλληλες για να καταβροχθίζονται σαν το fast food και στη συνέχεια να πέφτουν στη λήθη – πρέπει να τους εκπαιδεύσουμε ώστε να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα σε κινούμενες εικόνες που ασκούν το συναισθηματικό τους κόσμο και την εξυπνάδα τους και σε εικόνες που απλώς προσπαθούν να τους πουλήσουν κάτι».
«...Επομένως, δεν πρέπει απλώς να διατηρήσουμε τα εργαλεία του παρελθόντος, κυρίως δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφεθούμε στην καθοδήγηση των σύγχρονων πολιτισμικών στάνταρ – ειδικά τώρα. Υπήρξε μια εποχή που ο μέσος θεατής δεν είχε ιδέα για τα στοιχεία των εισπράξεων. Αλλά από τη δεκαετία του '80 και μετά έχει γίνει κάτι σαν σπορ, ένα μέσο αξιολόγησης που ευτελίζει πολιτισμικά το φιλμ».
«...Πρέπει να θυμόμαστε: μπορεί να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα έχει διάρκεια και τι όχι. Μπορεί να αισθανόμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε...»
«...Κάποιος που γεννήθηκε σήμερα θα δει την εικόνα με εντελώς διαφορετικό μάτι, με άλλο πλαίσιο αναφοράς, διαφορετικές αξίες, χωρίς το βάρος των προκαταλήψεων της εποχής που το έργο δημιουργήθηκε.
Καθένας βλέπει τον κόσμο μέσα από την εποχή του κι αυτό σημαίνει ότι κάποιες αξίες εξαφανίζονται κι άλλες αναδύονται και μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ίδια ταινία, ίδιες εικόνες... -αλλά στην περίπτωση ενός πραγματικά σπουδαίου φιλμ, μια διαχρονική δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί, υπάρχει πάντα, ακόμα κι αν το όλο πλαίσιο έχει αλλάξει».
το πλήρες κείμενο (στα αγγλικά)
http://www.nybooks.com/articles/archives/2013/aug/15/persisting-vision-reading-language-cinema/?pagination=false
πηγή περιοδικό σινεμά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου