Είναι γενικά αποδεκτό ότι συνήθως ένα καλό σενάριο περιέχει και το στοιχείο της έκπληξης. Εάν αυτά που συμβαίνουν σε μια ταινία είναι εύκολα προβλέψιμα, υπάρχει ο κίνδυνος ο θεατής να χάσει το ενδιαφέρον του και να «βγει» από την ταινία, χάνοντας έτσι οτιδήποτε άλλο αυτή μπορεί να του προσφέρει. Με άλλα λόγια, ένα δυνατό σε νοήματα και μηνύματα σενάριο οφείλει να έχει και μια αντίστοιχα δυνατή πλοκή, ώστε η νοηματική του αξία να αναδειχθεί και να μην χαθεί λόγω της ανίας του θεατή.
Ιδανικά, κάθε δράση οδηγεί το θεατή σε μία πρόβλεψη για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Στη βάση της, η τεχνική της αντιστρεπτικότητας είναι απλή: αντιστρέφοντας αυτό που περιμένει κάποιος να συμβεί και καταλήγοντας στο αντίθετο αποτέλεσμα, η πλοκή γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, κάνοντας – ίσως – το θεατή να σκεφτεί «αυτό δεν το περίμενα». Έτσι, του δίνεται το κίνητρο να παρακολουθήσει παρακάτω.
Εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι να εφαρμοστεί η τεχνική. Ο «ακαδημαϊκός» ορισμός της αντιστρεπτικότητας, όπως περιγράφεται σε βιβλία σεναρίου, είναι η στιγμή στην πλοκή όπου ο ήρωας πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήθελε. Ένα σύνθετο παράδειγμα βρίσκεται στο Dogville (2003) του Lars Von Trier. Σε μία κρίσιμη περίοδο της διαμονής της στο χωριό, το αγόρι που έχει αναλάβει να προσέχει η Grace (η κεντρική ηρωΐδα, που ενσαρκώνει η εξαιρετική Nicole Kidman) της ζητάει να τον χτυπήσει (βεβαιώνοντάς την ότι δεν θα το πει σε κανέναν), αλλιώς θα πει στη μητέρα του ότι τον χτύπησε! Η Grace πρέπει να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει την ηθική της, που λέει πως δεν πρέπει να χτυπάμε τα παιδιά, ή το συμφέρον της, καθώς χρειάζεται οπωσδήποτε να παραμείνει στο Dogville και αυτό δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί εάν μάθει η κοινωνία του χωριού πως φέρεται άσχημα στα παιδιά. Εν τέλει χτυπάει το αγόρι, το οποίο όμως – σε εφαρμογή της τεχνικής της αντιστρεπτικότητας – το αποκαλύπτει στη μητέρα του. Η ηρωΐδα εδώ έχει δύο προβλήματα: και ενέργησε κόντρα στα πιστεύω της, και αυτό είχε, εν τέλει, το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ήθελε. Από εκείνο το σημείο στην ταινία, όλα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά.
Όμως η αντιστρεπτικότητα μπορεί να εφαρμοστεί και με έναν πιο ελεύθερο, θα λέγαμε, τρόπο. Στο Fight Club (1999), γύρω στη μέση της ταινίας, ο Αφηγητής (Edward Norton) βρίσκεται στο γραφείο του διευθυντή του, με σκοπό να τον πείσει να μην τον απολύσει (ίσα ίσα, του ζητάει να τον πληρώνει χωρίς αυτός να πηγαίνει στη δουλειά, έχοντας ως «χαρτί» κάτι που ο διευθυντής δεν θέλει να μαθευτεί). Ο διευθυντής του δεν πείθεται. Έτσι, ο ίδιος ο ήρωας αρχίζει να χτυπάει με οργή τον εαυτό του. Όταν μπαίνουν στο γραφείο οι άντρες της ασφάλειας του κτιρίου, βρίσκουν τον Αφηγητή ματωμένο και στα γόνατα, και δίπλα του όρθιο τον διευθυντή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο ήρωας έχει κάνει μόνος του κακό στον εαυτό του, οπότε καταλήγει με μία τεράστια αποζημίωση για τη ζημιά που του έκανε ο διευθυντής. Σε αυτό το παράδειγμα και σε αντίθεση με αυτό του Dogville, ο ήρωας πετυχαίνει αυτό που από την αρχή ήθελε. Ωστόσο, υπάρχει και εδώ το στοιχείο της έκπληξης, καθώς μέχρι κάποιο σημείο όλα δείχνουν πως ο ήρωας θα απολυθεί. Στο Dogville η αντιστροφή έρχεται από εξωτερικό παράγοντα, ενώ στο Fight Club ο παράγοντας είναι εσωτερικός, από τον ίδιο τον ήρωα. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ήρωες κάνουν ό, τι πιστεύουν ότι θα τους φέρει πιο κοντά στον στόχο τους.
Σε μια εντελώς διαφορετική μορφή της, η αντιστρεπτικότητα μπορεί να δημιουργήσει ενδιαφέροντα αποτελέσματα στο στάδιο όπου ο σεναριογράφος χτίζει την ιστορία. Όπως λέει η Χριστίνα Κάλλας-Καλογεροπούλου στο βιβλίο της Σενάριο: Η τέχνη της επινόησης της αφήγησης στον κινηματογράφο, «η τεχνική της αντιστρεπτικότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, όταν δουλεύουμε με βάση αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς μας προσφέρει τη δυνατότητα να απομακρυνθούμε από αυτό που πραγματικά συνέβη, διατηρώντας όμως το συναισθηματικό κέντρο με όλη του την ένταση». Για παράδειγμα, αλλάζοντας τον κεντρικό ήρωα ή αντιστρέφοντας ένα πραγματικό γεγονός, μπορούμε να γράψουμε ιστορίες, τις οποίες δεν έχουμε ζήσει ακριβώς, αλλά και για τις οποίες ξέρουμε ήδη αρκετά, αφού έχουμε ζήσει κάτι παρόμοιο.
http://fps.com.gr/concept-cut/
Ιδανικά, κάθε δράση οδηγεί το θεατή σε μία πρόβλεψη για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Στη βάση της, η τεχνική της αντιστρεπτικότητας είναι απλή: αντιστρέφοντας αυτό που περιμένει κάποιος να συμβεί και καταλήγοντας στο αντίθετο αποτέλεσμα, η πλοκή γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, κάνοντας – ίσως – το θεατή να σκεφτεί «αυτό δεν το περίμενα». Έτσι, του δίνεται το κίνητρο να παρακολουθήσει παρακάτω.
Εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι να εφαρμοστεί η τεχνική. Ο «ακαδημαϊκός» ορισμός της αντιστρεπτικότητας, όπως περιγράφεται σε βιβλία σεναρίου, είναι η στιγμή στην πλοκή όπου ο ήρωας πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήθελε. Ένα σύνθετο παράδειγμα βρίσκεται στο Dogville (2003) του Lars Von Trier. Σε μία κρίσιμη περίοδο της διαμονής της στο χωριό, το αγόρι που έχει αναλάβει να προσέχει η Grace (η κεντρική ηρωΐδα, που ενσαρκώνει η εξαιρετική Nicole Kidman) της ζητάει να τον χτυπήσει (βεβαιώνοντάς την ότι δεν θα το πει σε κανέναν), αλλιώς θα πει στη μητέρα του ότι τον χτύπησε! Η Grace πρέπει να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει την ηθική της, που λέει πως δεν πρέπει να χτυπάμε τα παιδιά, ή το συμφέρον της, καθώς χρειάζεται οπωσδήποτε να παραμείνει στο Dogville και αυτό δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί εάν μάθει η κοινωνία του χωριού πως φέρεται άσχημα στα παιδιά. Εν τέλει χτυπάει το αγόρι, το οποίο όμως – σε εφαρμογή της τεχνικής της αντιστρεπτικότητας – το αποκαλύπτει στη μητέρα του. Η ηρωΐδα εδώ έχει δύο προβλήματα: και ενέργησε κόντρα στα πιστεύω της, και αυτό είχε, εν τέλει, το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ήθελε. Από εκείνο το σημείο στην ταινία, όλα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά.
Όμως η αντιστρεπτικότητα μπορεί να εφαρμοστεί και με έναν πιο ελεύθερο, θα λέγαμε, τρόπο. Στο Fight Club (1999), γύρω στη μέση της ταινίας, ο Αφηγητής (Edward Norton) βρίσκεται στο γραφείο του διευθυντή του, με σκοπό να τον πείσει να μην τον απολύσει (ίσα ίσα, του ζητάει να τον πληρώνει χωρίς αυτός να πηγαίνει στη δουλειά, έχοντας ως «χαρτί» κάτι που ο διευθυντής δεν θέλει να μαθευτεί). Ο διευθυντής του δεν πείθεται. Έτσι, ο ίδιος ο ήρωας αρχίζει να χτυπάει με οργή τον εαυτό του. Όταν μπαίνουν στο γραφείο οι άντρες της ασφάλειας του κτιρίου, βρίσκουν τον Αφηγητή ματωμένο και στα γόνατα, και δίπλα του όρθιο τον διευθυντή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο ήρωας έχει κάνει μόνος του κακό στον εαυτό του, οπότε καταλήγει με μία τεράστια αποζημίωση για τη ζημιά που του έκανε ο διευθυντής. Σε αυτό το παράδειγμα και σε αντίθεση με αυτό του Dogville, ο ήρωας πετυχαίνει αυτό που από την αρχή ήθελε. Ωστόσο, υπάρχει και εδώ το στοιχείο της έκπληξης, καθώς μέχρι κάποιο σημείο όλα δείχνουν πως ο ήρωας θα απολυθεί. Στο Dogville η αντιστροφή έρχεται από εξωτερικό παράγοντα, ενώ στο Fight Club ο παράγοντας είναι εσωτερικός, από τον ίδιο τον ήρωα. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ήρωες κάνουν ό, τι πιστεύουν ότι θα τους φέρει πιο κοντά στον στόχο τους.
Σε μια εντελώς διαφορετική μορφή της, η αντιστρεπτικότητα μπορεί να δημιουργήσει ενδιαφέροντα αποτελέσματα στο στάδιο όπου ο σεναριογράφος χτίζει την ιστορία. Όπως λέει η Χριστίνα Κάλλας-Καλογεροπούλου στο βιβλίο της Σενάριο: Η τέχνη της επινόησης της αφήγησης στον κινηματογράφο, «η τεχνική της αντιστρεπτικότητας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, όταν δουλεύουμε με βάση αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς μας προσφέρει τη δυνατότητα να απομακρυνθούμε από αυτό που πραγματικά συνέβη, διατηρώντας όμως το συναισθηματικό κέντρο με όλη του την ένταση». Για παράδειγμα, αλλάζοντας τον κεντρικό ήρωα ή αντιστρέφοντας ένα πραγματικό γεγονός, μπορούμε να γράψουμε ιστορίες, τις οποίες δεν έχουμε ζήσει ακριβώς, αλλά και για τις οποίες ξέρουμε ήδη αρκετά, αφού έχουμε ζήσει κάτι παρόμοιο.
http://fps.com.gr/concept-cut/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου