HOME SWEET HOME (1914), του D.W. Griffith
Εγκαταλείποντας τη Biograph μετά την περιπέτεια του Judith of Bethulia, ο Griffith δεν άργησε να βρει την καινούρια του στέγη. Ήρθε σε συμφωνία με το αφεντικό της Mutual, Harry Aitken, και χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να σκηνοθετεί μεσαίου και μεγάλου μήκους φιλμ, εκ των οποίων όλα έφερναν πλέον την υπογραφή του (καθώς και τα αρχικά DG σε κάθε υπέρτιτλο, ως δείγμα γνησιότητας). Ωστόσο, η εταιρεία δεν βρισκόταν στην καλύτερη οικονομική κατάσταση, με αποτέλεσμα οι παραγωγές που προσέφερε στον Griffith να είναι φθηνές, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφερόταν στα φιλμ αυτής της περιόδου ως "pot boilers", δηλαδή ως διεκπεραιωτικά έργα που τα ολοκλήρωνε απλά και μόνο για να εισπράττει τον μισθό του. Μάλιστα, τα γυρίσματα πολλών εξ αυτών λάμβαναν χώρα παράλληλα με την πολύμηνη προετοιμασία ενός επικού σχεδίου που ο Griffith είχε στα σκαριά, δηλαδή τη φιλμική διασκευή του μυθιστορήματος του Thomas Dixon, The Clansman (που θα στο τέλος θα κατέληγε το Birth of a Nation). Στα τέλη του 1914, όμως, κυκλοφόρησαν δύο ταινίες οι οποίες ξεχώριζαν από το σωρό και θεωρούνται σήμερα ως οι καλύτερες του σκηνοθέτη για τη Mutual: το Home Sweet Home και το The Avenging Conscience.
Η πρώτη είναι ένα σπονδυλωτό φιλμ σε τέσσερα επεισόδια, με δομή πρωτοποριακή για την εποχή. Η εισαγωγική ιστορία μας συστήνει τον John Howard Payne, bon viveur που, μέσα από τις ατυχίες και τις λάθος επιλογές του στην προσωπική του ζωή, θα βρει τελικά την έμπνευση να γράψει ένα ποίημα (το όνομα του οποίου δίνει στο φιλμ τον τίτλο του). Αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει ευεργετικά τις ζωές άλλων ανθρώπων, όπως φανερώνεται στα τρία επόμενα σκετς. Μέσα από τους στίχους του Payne, ο Griffith ουσιαστικά ενώνει τέσσερις μικρού μήκους ταινίες, επιδεικνύοντας μια αξιοθαύμαστη υφολογική ποικιλία: από την ηθογραφία, στη ρομαντική κομεντί, κι από εκεί, στο τραχύ δράμα (η τρίτη ιστορία είναι θεματικά και σκηνοθετικά πρόδρομος του Greed του Erich Von Stroheim). Συγκεντρώνοντας όλους τους αγαπημένους του ηθοποιούς (Henry B. Walthall, Lillian Gish, Dorothy Gish, Mae Marsh, Robert Harron, Blanche Sweet), θα καταφέρει να χωρέσει μέσα σε ένα έτοιμο σενάριο, μια βαθύτατα προσωπική ιστορία. Ο βασικός ήρωας είναι ένας άνδρας του οποίου οι αποτυχίες της προσωπικής ζωής αντισταθμίζονται από την προσφορά του στην ανθρωπότητα μέσω του έργου του. Πέρα από μια κατάθεση καλλιτεχνικής εγωπάθειας (ο Griffith έβλεπε το γάμο του να παίρνει την κατιούσα και στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τη δημόσια περσόνα του ως ο πρώτος αναγνωρισμένος καλλιτέχνης του κινηματογράφου), στο Home Sweet Home κρύβεται ο φόρος τιμής προς τον πατέρα του που μπορεί να απογοήτευσε την οικογένειά του, αλλά πρώτα είχε προσφέρει τον εαυτό του στο καθήκον της πατρίδας.
Ο αφηγηματικός έλεγχος του Griffith είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα, οι ηθοποιοί πλησιάζουν πλέον συστηματικά την κάμερα και τα ρακόρ στον άξονα αφθονούν. Η συνολική αντίληψη του χώρου και των κάδρων, όμως, αποτελεί ένα πισωγύρισμα για το σκηνοθέτη, αφού στα τελευταία του φιλμ στη Biograph είχε ξεφύγει κάπως από τις αφόρητα θεατρικές συμβάσεις. Δε συμβαίνει το ίδιο κι εδώ και το πρώτο πλάνο της ταινίας, με την αυλαία να ανοίγει, είναι αρκούντως εύγλωττο. Ωστόσο, το Home Sweet Home παρακολουθείται ευχάριστα από το σύγχρονο θεατή, ειδικά χάρη στην κωμική ιστορία, όπου η Mae Marsh δίνει τον καλύτερο της εαυτό και συγκινεί αβίαστα με την τραχιά αθωότητα του χαρακτήρα της. Το θρησκευτικού χαρακτήρα φινάλε, όπου ο Payne ξαναβρίσκει την αγαπημένη του στον Παράδεισο, αφενός αποτελεί προπομπό του κλεισίματος των Birth of a Nation και Intolerance, αφετέρου εντυπωσιάζει με την ευφυή χρήση του εφέ της διπλοτυπίας.
JUDITH OF BETHULIA (1914), του D.W. Griffith
Το 1914 ήταν μια χρονιά κομβικής σημασίας για τον Griffith. Μετά από πέντε χρόνια στη Biograph, παραδίδοντας περισσότερες από 400 μικρού μήκους ταινίες, ο Αμερικανός σκηνοθέτης είχε φτάσει τη συγκεκριμένη φιλμική φόρμα στο εκφραστικό της όριο. Το όνομά του μπορεί να απουσίαζε από τους τίτλους, προς συμμόρφωση της πολιτικής της εταιρείας, ωστόσο η συνεισφορά του είχε γίνει ευρέως γνωστή μέσω του Τύπου, αλλά και των συνεργατών του, οι οποίοι δεν έχαναν ευκαιρία να εκθειάζουν το ηγετικό ταπεραμέντο και τη δημιουργικότητά του. Έχοντας αγγίξει πρωτοφανή, για το χώρο του κινηματογράφου, επίπεδα αναγνωρισιμότητας, ο Griffith ήξερε καλά πως για να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, έπρεπε να απλώσει τον καμβά του σε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ήδη από το 1909, η ανταγωνίστρια Vitagraph είχε κυκλοφορήσει δύο μεγάλου μήκους φιλμ, τα Les Misérables και The Life of Moses. Οι υπερπαραγωγές σε χώρες του εξωτερικού (όπως η Αυστραλία και, κυρίως, η Ιταλία με τα διάσημά της "peplum" και με μπροστάρη τον Giovanni Pastrone), με ταινίες που ξεπερνούσαν τις δύο ώρες σε διάρκεια και τις δέκα μπομπίνες σε μήκος, ήταν πραγματικότητα εδώ και κάποια χρόνια. Επιπλέον, το 1913 άλλαξε ριζικά η κινηματογραφική βιομηχανία στις ΗΠΑ: άρχιζαν να χτίζονται οι πρώτες μεγάλες αίθουσες (τα λεγόμενα movie palaces αντικατέστησαν τα nickelodeons), το κόστος παραγωγής των ταινιών αυξάνει, η τιμή του εισιτηρίου πενταπλασιάζεται και το σινεμά γίνεται αποδεκτό ως ψυχαγωγία της καθωσπρέπει μεσαίας τάξης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο οραματιστής Griffith ζητά από τα αφεντικά του στη Biograph να του δώσουν το πράσινο φως για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, αλλά η απάντησή τους είναι επίμονα αρνητική. Έτσι, σε μια από τις συνηθισμένες "αποστολές" του συνεργείου του στο Los Angeles για ρεπεράζ και γυρίσματα, θα συγκεντρώσει την ομάδα των σταθερών συνεργατών του (με στενότερο όλων τον εξαιρετικό οπερατέρ, Billy Bitzer) και θα ξεκινήσει κρυφά την προετοιμασία για το πρώτο του επικό φιλμ: τη διασκευή μιας ιστορίας από τα Απόκρυφα της Βίβλου, βασισμένη στο θεατρικό του Thomas Bailey Aldrich, με τίτλο Judith and the Holofernes, στο οποίο μάλιστα ο Griffith είχε πρωταγωνιστήσει κατά τη σύντομη θεατρική του καριέρα. Όταν τα μαντάτα έφτασαν στα κεντρικά της Biograph, η εταιρεία έστειλε εσπευσμένα στο Los Angeles το λογιστή της, J.C. Epping, για να δώσει ένα τέλος στις όποιες βλέψεις του Griffith. Το πάθος του σκηνοθέτη, όμως, έπεισε τον Epping, ο οποίος γυρνώντας στα αφεντικά του εκστασιασμένος, εξασφάλισε την άδεια και τη χρηματοδότηση για την πρώτη παραγωγή της Biograph που θα εκτεινόταν σε έξι μπομπίνες. Έτσι, το πρώτο feature film του D.W. Griffith ήταν γεγονός.
Η επιλογή της ιστορίας δεν ήταν διόλου τυχαία. Όπως φαίνεται κι από τις προαναφερθείσες ταινίες της Vitagraph, το άγχος των δημιουργών για την υποδοχή των πρώτων μεγάλων σε διάρκεια φιλμ από πλευράς των θεατών, και κυρίως αναφορικά με τη δυνατότητά τους να ακολουθούν με ενδιαφέρον μια αφήγηση που αγγίζει τις δύο ώρες, τους οδήγησε σε διασκευές γνωστών έργων, ώστε να εξασφαλιστεί το ευανάγνωστο του φιλμικού κειμένου (το ίδιο έκανε και η Pathé στη Γαλλία, με τη ζωή του Χριστού να έχει την τιμητική της). Έτσι, ο Griffith μάζεψε όλους τους αγαπημένους του ηθοποιούς (Blanche Sweet, Henry B. Walthall, Mae Marsh, Robert Harron, Lillian και Dorothy Gish) και σκηνοθέτησε το πιο φιλόδοξο έργο της έως τότε καριέρας του, χωρίς να απομακρύνεται από το ιδιαίτερο, σκοτεινό του ύφος. Η επιμονή με την οποία χτίζει την ατμόσφαιρα της αφήγησης, χάρη και στα προσεγμένα ντεκόρ μεταξύ άλλων, όπως και η μελετημένη χαρακτηρολογία, ήταν στοιχεία εμφανή από τις τελευταίες μικρού μήκους δημιουργίες του. Δεν είναι έκπληξη, λοιπόν, που στο Judith of Bethulia (όπως θα είναι ο τελικός τίτλος του φιλμ) έχουμε το πρώτο ίσως παράδειγμα λεπτομερέστατης ψυχολογιοποίησης των ηρώων στα κινηματογραφικά χρονικά. Γεγονός που με τη σειρά του έδωσε την απαραίτητη ώθηση στους ηθοποιούς, και ειδικά τη σαρωτική Sweet, να παραδώσουν σπουδαίες ερμηνείες.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Griffith για τις δυνατότητες που του προσέφερε το άνοιγμα της διάρκειας, κατέληξε να τον προδώσει. Παρά τις εντυπωσιακές σκηνές, όπως ο αποκεφαλισμός του πρίγκιπα Holofernes στο φινάλε, η αφήγηση μοιάζει συγκεχυμένη, πρόχειρη και, εν τέλει, υπερβολικά στατική. Επίσης, εκτός από τα επαναλαμβανόμενα ρακόρ στον άξονα, το φιλμ παρουσιάζεται φορμαλιστικά πιο άτολμο από πολλές, "μικρότερες" ταινίες του σκηνοθέτη. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε από την απόφαση της Biograph να κόψει τη διάρκεια από τις έξι σε τέσσερις μπομπίνες - η κόπια που διασώζεται σήμερα είναι, δυστυχώς, η "κομμένη" εκδοχή των 49 λεπτών, κάνοντας το Judith of Bethulia το πρώτο μνημείο της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα σε φιλοχρήματους παραγωγούς κι οραματιστές σκηνοθέτες, δέκα χρόνια πριν το Greed του Von Stroheim. Ο Griffith ήταν υπερβολικά εγωιστής για να ανεχτεί μια τέτοια κίνηση κι έτσι, μετά από πεντέμισι σπουδαία χρόνια, θα εγκαταλείψει τη Biograph για την ανταγωνίστρια Mutual, παίρνοντας μαζί του και πολλούς ηθοποιούς και τεχνικούς με τους οποίους δούλευε τα προηγούμενα έτη. Τέλος μιας εποχής κι αρχής μιας καινούριας για το αμερικανικό και το παγκόσμιο σινεμά.
THE AVENGING CONSCIENCE (1914), του D.W. Griffith
Στα τέλη του 1914 κι ενώ η σύντομη - όπως αποδείχτηκε - συνεργασία του Griffith με την Mutual όδευε προς το τέλος της, ο Αμερικανός σκηνοθέτης έφερε πάλι μαζί το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Judith of Bethulia, Henry B. Walthall και Blanche Sweet, για να φτιάξει ένα φιλμ εμπνευσμένο από το έργο του Edgar Allan Poe. Ο θαυμασμός του για τον καταραμένο ποιητή ήταν τόσο μεγάλος (όπως είχε ήδη αποδείξει στο παρελθόν), ώστε το The Avenging Conscience να αποτελεί έναν πραγματικό φόρο τιμής, καταφέρνοντας να χωρέσει μέσα στα 85 λεπτά του αναφορές σε έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως τα Annabel Lee, The Tell-Tale Heart, The Pit and the Pendulum, The Black Cat και The Conqueror Worm. Σε μια ιδιοφυή σύνθεση του υλικού του, o Griffith παρέδωσε την πρώτη σημαντική απόπειρα στο αμερικάνικο σινεμά του τρόμου. Ταυτόχρονα, οι σκηνές της εμφάνισης του φαντάσματος του δολοφονημένου θείου δίνονται με εντυπωσιακά εφέ (ως επί τω πλείστω επρόκειτο για διπλοτυπίες), φέρνοντας στην επιφάνεια έναν μετα-κινηματογραφικό προβληματισμό γύρω από την αθανασία που υποσχόταν η νεαρή ακόμα τέχνη του σινεμά.
Η σκηνή της δολοφονίας, καθώς κι όλα τα λεπτά που προηγούνται αυτής, συνιστούν ένα μικρό κομψοτέχνημα, μια αριστουργηματική άσκηση ύφους. Η εκκρεμότητα της δράσης δημιουργεί σασπένς που κόβει την ανάσα και το συνειρμικό μοντάζ συμβάλλει στην εκκεντρική ατμόσφαιρα. Την ίδια στιγμή, η λεπτοδουλεμένη ερμηνεία του Walthall φαντάζει μοντέρνα μέχρι και σήμερα και μαζί με το σκηνοθέτη του, εμπλέκουν το θεατή σε έναν ιστό μυστηρίου και ηθικής ενδοσκόπησης. Το mise en scène είναι πρωτοφανώς εντυπωσιακό για το σινεμά του Griffith, με τα διάφορα μικροαντικείμενα στο χώρο να έχουν τη δική τους, ξεχωριστή σημασία. Η χρήση του βάθους πεδίου προσδίδει μια πλαστικότητα στα κάδρα, η σύνθεση των οποίων μαρτυρά έναν καλλιτέχνη σε στιγμές μεγάλης εικαστικής έμπνευσης. Η εικονογράφηση της πρώτης ρομαντικής συνάντησης ανάμεσα στους δύο ήρωες, για παράδειγμα, δίνεται με ένα πολύ γενικό πλάνο που τους εντάσσει αρμονικά στην ομορφιά της φύσης, προσδίδοντας λυρισμό σε ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ.
Το δεύτερο μισό του The Avenging Conscience αφιερώνεται στις Ερινύες που περικυκλώνουν τον ήρωα, με τον Griffith να χειρίζεται άριστα τις καταβολές του από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Το φινάλε παραμένει αφόρητα ηθικοπλαστικό, μπολιασμένο κιόλας από την άκαμπτη χριστιανική πίστη του δημιουργού. Η εμφάνιση του οράματος του Χριστού μπορεί να φαντάζει αστεία στο σύγχρονο θεατή, δίνει όμως την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να χαρίσει στον Walthall το πιο όμορφο γκρο πλαν του αμερικάνικου σινεμά στην μικρή έως τότε ιστορία του. Ο ηθοποιός ανταποδίδει ζωγραφίζοντας με γκροτέσκο πινελιές την παραληρηματική κλιμάκωση των τελευταίων λεπτών που σε αισθητικό επίπεδο σίγουρα ενέπνευσε το γερμανικό εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο των αμέσως επόμενων χρόνων. Το τραγικό μα αμφίσημο φινάλε εξυψώνει το The Avenging Conscience σε μια από τις καλύτερες στιγμές στο συνολικό έργο του Griffith και διαγράφει μονομιάς τα ουκ ολίγα αφηγηματικά του ελαττώματα, όπως οι διάφοροι υπανάπτυκτοι δεύτεροι ρόλοι (στους οποίους συναντάμε τον Robert Harron, τη Mae Marsh, αλλά και τον έμπιστο φίλο και συμπαραγωγό του σκηνοθέτη, George Siegmann).
THE BIRTH OF A NATION (1915), του D.W. Griffith
Έναν αιώνα μετά τη δημιουργία του, το The Birth of a Nation εξακολουθεί να θεωρείται ο πρώτος μεγάλος σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, ακόμα κι από αυτούς που (δικαίως) αδυνατούν να ξεπεράσουν τον απροκάλυπτα ρατσιστικό χαρακτήρα της ιστορίας και της φόρμας του. Η γελοιωδώς προκατειλημμένη απεικόνιση του έγχρωμου πληθυσμού, ο περήφανος ύμνος προς την Κου Κλουξ Κλαν και η εν γένει πολιτική στάση που πρεσβεύει το φιλμ είναι στοιχεία το λιγότερο ενοχλητικά κι απολύτως κατακριτέα. Μέσα στην ιδεολογική του μονομέρεια, όμως, ο Griffith κατάφερε να πείσει για πρώτη φορά ολόκληρη την ανθρωπότητα για την πραγματική δύναμη του κινηματογραφικού μέσου. Έχοντας ήδη αναπτύξει μια θεωρία περί της χρησιμότητας του σινεμά ως εκπαιδευτικό, ιστοριογραφικό και πολιτικό εργαλείο, ο Αμερικανός πρωτοπόρος θα αποδείξει στην πράξη τη δυναμική της κινούμενης εικόνας. Από την μία, η επιρροή που άσκησε το φιλμ στη δεύτερη Κου Κλουξ Κλαν που ιδρύθηκε το 1915, κι από την άλλη, οι ογκώδεις διαδηλώσεις που οργανώθηκαν στις διάφορες αμερικανικές πόλεις όπου προβαλλόταν, μαρτυρούν την εν δυνάμει ηχηρή παρουσία του φιλμικού μέσου στην επίκαιρη έκφραση του κοινωνικού συνόλου - η ακόμα παραπέρα στην καθοδήγησή του (ο κινηματογράφος ως όπλο προπαγάνδας). Πολύ περισσότερο από μια απλή ταινία, το The Birth of a Nation ήταν ένα γεγονός που προκάλεσε αίσθηση στην αμερικανική κοινωνία κι άλλαξε μια για πάντα τον τρόπο που εκείνη θα εκλάμβανε το σινεμά. Διόλου τυχαία, έμεινε στην ιστορία ως το πρώτο φιλμ που προβλήθηκε στο Λευκό Οίκο, για χάρη του προέδρου Woodrow Wilson, ο οποίος και θα δήλωνε μετά τους τίτλους τέλους: "It is like writing history with lightning. And my only regret is that it is all too terribly true.”
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Thomas F. Dixon Jr. , The Clansman, ο υπερφιλόδοξος Griffith θα καταφέρει, για πρώτη φορά στην επτάχρονη σκηνοθετική του καριέρα, να χτίσει τον τεράστιο καμβά που θα του επέτρεπε να διηγηθεί μια ιστορία όσο φαντασμαγορική όσο την είχε στο μυαλό του. Το τελικό φιλμ εκτεινόταν σε 12 μπομπίνες και κόστισε το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 110.000 δολαρίων, όντας μακράν η πιο ακριβή παραγωγή στα έως τότε κινηματογραφικά χρονικά. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκονται δύο οικογένειες, οι Cameron και οι Stoneman, που ο εμφύλιος πόλεμος θα χωρίσει, αλλά η συνέχεια του εθνικού πνεύματος (καθώς και η, απαραίτητη δραματουργικά, αγάπη) θα ενώσει με τρόπο πανηγυρικό. Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στα πεδία της μάχης, με φαντασμαγορικές σκηνές δράσης, εκατοντάδες κομπάρσους και σκηνοθεσία μελετημένη στην τελευταία της λεπτομέρεια (σε διασωθέν υλικό από τα γυρίσματα, αποδεικνύεται η εμμονοληπτική φροντίδα του Griffith για να βρει τα κατάλληλα τοπία για τα πλάνα του, όπως και η υπολογισμένη χρήση πυροτεχνημάτων για να γεμίζει τα κενά σημεία των κάδρων στις σκηνές μάχης). Ο ίδιος ο σκηνοθέτης επέμενε πολύ στο αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας του όσες φορές χρειάστηκε να την υπερασπιστεί, και προς αυτό το σκοπό είναι αξιομνημόνευτη η ξαφνική - μες τη ροή της αφήγησης - και σοκαριστική χρήση στατικών φωτογραφιών με πτώματα στρατιωτών, τεχνική που φέρνει στο νου το ακίνητο πλάνο των φτωχών στο προ εξαετίας A Corner in Wheat.
Από φορμαλιστική σκοπιά, το μετωπικό καδράρισμα παραμένει κι εδώ κυρίαρχο, αλλά για πρώτη φορά η κάμερα του Griffith θα αρχίσει δειλά-δειλά να κινείται. Από τα πρώτα λεπτά υπάρχει μια αφθονία πανοραμικών πλάνων, όμως το πλέον σημαντικό στοιχείο ήταν τα πέντε τράβελινγκ της ταινίας, που διαρκούν μεν λίγα δευτερόλεπτα, ωστόσο συνιστούν μια μεγάλη τεχνική καινοτομία που πρέπει να αποδοθεί στην επινοητικότητα του Griffith και των δύο οπερατέρ του, Billy Bitzer και Karl Brown. Δύο από αυτά τα τράβελινγκ εικονογραφούν τον "ηρωικό" καλπασμό των μελών της ΚΚΚ, καθιστώντας εμφανή τη διάθεση του Griffith να τοποθετήσει την κάμερά του μέσα στη δράση, ανάμεσα στα πρόσωπα, κι όχι από έξω, περιορισμένη στον παθητικό ρόλο του θεατή μιας θεατρικής παράστασης. Επιπλέον, εδώ συναντάμε και μια περαιτέρω επεξεργασία του γκρο πλαν (υπάρχουν έξι-εφτά σε τρεις ώρες διάρκειας, εκ των οποίων τα μισά αφιερώνονται στη Lillian Gish), το οποίο συνδυάζεται με την τεχνική της ίριδας, γεννώντας μια αισθητική συγγένεια με τα καθιερωμένα φωτογραφικά πορτρέτα.
Μα πάνω από όλα, το The Birth of a Nation περιέχει τις δύο πρώτες πραγματικά σπουδαίες σεκάνς στην ιστορία του σινεμά. Η πρώτη είναι η αναπαράσταση της δολοφονίας του Λίνκολν (ο οποίος παρουσιάζεται ως ευγενής ήρωας, δείγμα ιδεολογικής σύγχυσης από μεριάς Griffith;), με τη χρήση υπέρτιτλων που αναγράφουν με (ιστορική) ακρίβεια την ώρα σε μια εμπνευσμένη αντίστροφη μέτρηση, τρικ πρωτοφανές (και χιλιοαντιγραμμένο πλέον) για τη γέννηση σασπένς - τόσο αποτελεσματικό ώστε, ακόμα κι έναν αιώνα μετά, ο θεατής να κολλάει στο κάθισμά του, καθηλωμένος από τα επί της οθόνης δρώμενα. Παράλληλα, δίνει στη σκηνή το χαρακτήρα ενός ντοκουμέντου, ανήκουστου για την ανθρωπότητα του 1915. Η δεύτερη σπουδαία στιγμή του φιλμ είναι ο θάνατος της Flora Cameron, ερμηνευμένης με ανόθευτο ηλεκτρισμό από την Mae Marsh (αυτή κι ο Walthall συναγωνίζονται για την καλύτερη παρουσία ανάμεσα στο πολυπληθές καστ της ταινίας). Η καταδίωξή της από τον στυγερό Gus, η άνοδος στον απόκρημνο βράχο, η τελική της πτώση ενώ ο αδερφός της τρέχει να τη σώσει, αποτελούν στιγμές θεαματικά έντονες για το θεατή οποιασδήποτε εποχής, θέτοντας έναν κινηματογραφικό τρόπο που μέχρι σήμερα μοιάζει οδηγός για κάθε σκηνοθέτη. Για το φινάλε, ο Griffith επεφύλαξε μια μεγαλοπρεπή αναδόμηση του κλασικού σχήματος της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής", στο οποίο κι εξασκήθηκε ουκ ολίγες φορές στις μικρού μήκους δημιουργίες του στη Biograph, με τη χρήση του παράλληλου μοντάζ να δεσπόζει. Τα τελευταία κάδρα με τις διπλοτυπίες που δηλώνουν την ευτυχή κατάληξη για τα ζευγάρια της αφήγησης, είναι μια ξεκάθαρη επιρροή στο αριστουργηματικό Sunrise του F.W. Murnau και μια απέλπιδα προσπάθεια για να καλυφθεί η απαράδεκτη ιδεολογία της ταινίας κάτω από ένα ουμανιστικό πέπλο.
Αμφιλεγόμενο μέχρι και σήμερα για την ανεπίτρεπτη ιδεολογία του και την απαράμιλλη κατασκευαστική του μαεστρία, η Γέννηση ενός Έθνους έγινε και η πρώτη πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία της νεόκοπης κινηματογραφικής βιομηχανίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (περισσότερα από εξήντα εκατομμύρια δολάρια κέρδη στην πρώτη της κυκλοφορία, παρά την απαγόρευσή της σε πολλές πολιτείες), με άμεσες κι έμμεσες συνέπειες. Δεδομένων και των πρωτόλειων συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στο πεδίο της διανομής, υπολογίζεται πως αρκετές, λαμπρές περιουσίες φτιάχτηκαν χάρη στο φιλμ του Griffith. Η πιο διάσημη περίπτωση παραμένει αυτή του Louis B. Mayer, που μέσα από τα κέρδη από την εκμετάλλευση του φιλμ στις ανατολικές ακτές, έχτισε την MGM. Αλλά και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών που θα απασχολούσε τις πρώτες γραμμές του Hollywood τις επόμενες δεκαετίες, γαλουχήθηκε στο The Birth of a Nation, άλλοι δουλεύοντας πλάι στον Griffith, κι άλλοι συμμετέχοντας ως ηθοποιοί (τα ονόματα των John Ford, Raoul Walsh, Donald Crisp κι Elmer Clifton είναι ενδεικτικά). Παρά τις οργισμένες αντιδράσεις και τις αναρίθμητες διενέξεις που προκάλεσε το φιλμ, ο δημιουργός του αναγνωρίσθηκε ως ένας εκ των σημαντικότερων καλλιτεχνών της Αμερικής και ο σπουδαιότερος κινηματογραφικός σκηνοθέτης παγκοσμίως, κάνοντας όλους να περιμένουν εναγωνίως το επόμενό του βήμα.
INTOLERANCE (1916), του D.W. Griffith
Μετά την πρωτοφανή επιτυχία του The Birth of a Nation και παρά τις οργισμένες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας, ο Griffith γίνεται το αδιαμφισβήτητο πρώτο όνομα της νεόκοπης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Προκειμένου να διατηρηθεί στην κορυφή, βάλθηκε μέσα στον επόμενο χρόνο να δημιουργήσει το ακατόρθωτο: μια ταινία μεγαλύτερη σε φιλοδοξία από το έως τότε αριστούργημα του. Το αποτέλεσμα ήταν το Intolerance, ένα φιλμ που ουκ ολίγοι μελετητές και κριτικοί κατατάσσουν ανάμεσα στα κορυφαία όλων των εποχών. Δεδομένου ότι ο βασικός θεματικός του άξονας είναι η μισαλλοδοξία και οι καταστρεπτικές συνέπειές της για την ανθρωπότητα, οι περισσότεροι έσπευσαν να μιλήσουν για έμπρακτη μετάνοια από μεριάς σκηνοθέτη, για μια προσπάθεια εξιλέωσης για το ασυγχώρητα ρατσιστικό χαρακτήρα της προηγούμενής του δημιουργίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν αρκετά διαφορετική. Ο Griffith είχε εμπνευσθεί την ιδέα της νέας του ταινίας ενόσω τα γυρίσματα της Γέννησης ενός Έθνους βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδοχής του, το σενάριο έφερε τον τίτλο The Mother and the Law και στο επίκεντρο της κριτικής του βρίσκονταν οι ονομαζόμενοι "μεταρρυθμιστές", συντηρητικές ομάδες που δρούσαν στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, επιβάλλοντας τον υποκριτικό, πουριτανικό τους κώδικα συμπεριφοράς. Όμως, οι συνεργάτες του Griffith τον συμβούλεψαν να αφήσει κατά μέρος τη συγκεκριμένη ιδέα. Ένα μικρό σε φιλοδοξίες μελόδραμα, που θα έμοιαζε περισσότερο με επέκταση ενός από τα πολυάριθμα παρόμοια shorts που είχε γυρίσει στη Biograph, δε θα μπορούσε να είναι ο διάδοχος του Birth of a Nation, το οποίο εν τω μεταξύ είχε λάβει διαστάσεις φαινομένου.
Ο Griffith πείσθηκε και η έμπνευση θα χτυπήσει την πόρτα του μετά από την προβολή μιας ιταλικής ταινίας. Βλέποντας δύο φορές μέσα σε μία νύχτα το Cabiria του Giovanni Pastrone, ο Αμερικανός πρωτοπόρος αποφάσισε να τολμήσει το αδιανόητο: τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε τέσσερις διαφορετικές εποχές, χωρίς να μοιράζονται κοινούς χαρακτήρες, και με το παράλληλο μοντάζ να τις συνδέει στον αφηγηματικό άξονα. Η πτώση της Βαβυλώνας το 536 π.Χ., η σταύρωση του Χριστού, η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου το 1572 μ.Χ. και η μοντέρνα ιστορία από το σενάριο του The Mother and the Law, εναλλάσσονται στο τελικό φιλμ, μαζί με μία μυστηριώδη, κρυπτική εικόνα της Lillian Gish πλάι σε μια κούνια και τους στίχους ενός ποιήματος του Walt Whitman. Πρόκειται για έναν πραγματικό θρίαμβο του μοντάζ, ενώ ακόμα και σήμερα, έναν αιώνα μετά, ελάχιστα φιλμ έχουν επιχειρήσει ξανά να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου σε τέτοιο βαθμό ώστε να αγκαλιάσουν ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της καταγεγραμμένης ανθρώπινης Ιστορίας.
Από τεχνικής απόψεως, το Intolerance είναι αρκετά επίπεδα πάνω από τον προκάτοχό του. Εκτός από την, εγγενή σε φόρμα και ουσία, αντίληψη για τη δυνατότητα συγχρονισμένης προβολής τεσσάρων ιστοριών που δεν ταυτίζονται στο διεγετικό χρόνο, ο Griffith προοδεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την κίνηση της κάμερας. Στα πρώτα κιόλας λεπτά, έχουμε ένα εντυπωσιακό τράβελινγκ προς τα μπροστά, το οποίο δεν προκαλείται από κάποιον ηθοποιό ή οποιαδήποτε άλλο στοιχείο εντός του κάδρου. Το πλάνο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την μεγαλύτερη στιλιστική καινοτομία της εποχής του, ικανής να απελευθερώσει σε σημαντικό βαθμό τις αφηγηματικές δυνατότητες του σινεμά ως οπτικού μέσου, αν δεν επισκιαζόταν από μία άλλη, σημαντικότερη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά, γινόμαστε μάρτυρες ενός τράβελινγκ σε γερανό (και μάλιστα εις διπλούν), με ταυτόχρονη κίνηση προς τα μπροστά και κατά μήκος του κάθετου άξονα, προκειμένου να αποκαλυφθεί το μεγαλείο του ντεκόρ στην ιστορία της Βαβυλώνας. Άλλωστε, πρόκειται για κάποια από τα πλέον εντυπωσιακά σκηνικά που στήθηκαν ποτέ, τα πρώτα τέτοιας εμβέλειας σε γυρίσματα εξωτερικά. Αυτό το κινούμενο πλάνο αποτελεί, δικαίως, μια από τις πιο διάσημες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας.
Η αλήθεια είναι πως στη σχεδόν τρίωρη διάρκεια του φιλμ, ο Griffith μεροληπτεί αρκετά υπέρ της μοντέρνας ιστορίας, δημιουργώντας μια αφηγηματική αστάθεια που αποτυγχάνει να καθηλώσει τον θεατή στον ίδιο βαθμό με το σαφώς πιο στρωτό The Birth of a Nation. Όμως, τα αντισταθμίσματα είναι πολλά. Το σύγχρονο επεισόδιο τελειώνει με το γνωστό σχήμα της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής" στην πιο εντυπωσιακή κι αγωνιώδη χρήση του - άλλωστε δεν πρόκειται για τη σωτηρία μιας "χάρτινης" ηρωίδας που περιμένει τον πρίγκιπα της ζωής της (βλέπε τα χρόνια στη Biograph), αλλά για ένα φτωχό εργάτη που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αδικίες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Θυμίζοντας τον πολιτικά στρατευμένο δημιουργό του A Corner in Wheat και του The Usurer, ο Griffith θα εντυπωσιάσει με την ανατριχιαστική σκηνή της σφαγής των ξεσηκωμένων εργατών από τις οπλισμένες δυνάμεις καταστολής. Μάλιστα, η συγκεκριμένη σεκάνς είναι εμπνευσμένη από το αληθινό περιστατικό που έλαβε χώρα στο Ludlow το 1914 και το θάνατο πολλών απεργών ενός εργοστασίου εκμετάλλευσης της οικογένειας Rockefeller. Ακόμη, το αντιπολεμικό μήνυμα (κι ενώ ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του) γίνεται ξεκάθαρο με σκηνές μάχης που ξεπερνούν σε βιαιότητα οτιδήποτε είχε να επιδείξει το σινεμά έως τότε. Τέλος, σύσσωμο το cast της ταινίας παραδίδει εξαιρετικές ερμηνείες με την Mae Marsh να ξεχωρίζει ξανά.
Ωστόσο, το Intolerance δεν κατάφερε να γνωρίσει την εμπορική επιτυχία του The Birth of a Nation, πιθανότατα λόγω της κεντρόφυγης δομής του που καθιστούσε την ανάγνωση της ταινίας αρκετά δυσκολότερη. Κι αν δε χωράει καμία αμφιβολία πως πρόκειται για το πιο θεαματικό φιλμ στην ιστορία του βωβού, το κατά πόσον το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απόλυτα πετυχημένο έχει αποτελέσει αντικείμενο άπειρων συζητήσεων κι αναλύσεων στα επόμενα χρόνια. Ο μεγάλος Sergei Eisenstein δήλωνε πως το φιλμ του Griffith έδειξε σε όλους τι ήταν και τι μπορούσε να είναι το σινεμά, εξυψώνοντας το μοντάζ ως το βασικό του εργαλείο, για να προσθέσει όμως ότι απουσίαζαν κάποια στοιχεία που θα προσέδιδαν στην αφήγηση μεγαλύτερη συνοχή. Ο ίδιος ο Αμερικανός σκηνοθέτης πιθανότατα συμφωνούσε, γι'αυτό και λίγα χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσε στις αίθουσες ξεχωριστά την μοντέρνα ιστορία και το επεισόδιο της Βαβυλώνας, μαζί με νέο υλικό που γύρισε στο ενδιάμεσο. Το μόνο σίγουρο, όμως, ήταν πως μετά το Intolerance, η φήμη του Griffith ως ο καλύτερος σκηνοθέτης στο παγκόσμιο σινεμά γιγαντώθηκε και το μέλλον του προμηνυόταν λαμπρό.
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
Εγκαταλείποντας τη Biograph μετά την περιπέτεια του Judith of Bethulia, ο Griffith δεν άργησε να βρει την καινούρια του στέγη. Ήρθε σε συμφωνία με το αφεντικό της Mutual, Harry Aitken, και χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να σκηνοθετεί μεσαίου και μεγάλου μήκους φιλμ, εκ των οποίων όλα έφερναν πλέον την υπογραφή του (καθώς και τα αρχικά DG σε κάθε υπέρτιτλο, ως δείγμα γνησιότητας). Ωστόσο, η εταιρεία δεν βρισκόταν στην καλύτερη οικονομική κατάσταση, με αποτέλεσμα οι παραγωγές που προσέφερε στον Griffith να είναι φθηνές, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφερόταν στα φιλμ αυτής της περιόδου ως "pot boilers", δηλαδή ως διεκπεραιωτικά έργα που τα ολοκλήρωνε απλά και μόνο για να εισπράττει τον μισθό του. Μάλιστα, τα γυρίσματα πολλών εξ αυτών λάμβαναν χώρα παράλληλα με την πολύμηνη προετοιμασία ενός επικού σχεδίου που ο Griffith είχε στα σκαριά, δηλαδή τη φιλμική διασκευή του μυθιστορήματος του Thomas Dixon, The Clansman (που θα στο τέλος θα κατέληγε το Birth of a Nation). Στα τέλη του 1914, όμως, κυκλοφόρησαν δύο ταινίες οι οποίες ξεχώριζαν από το σωρό και θεωρούνται σήμερα ως οι καλύτερες του σκηνοθέτη για τη Mutual: το Home Sweet Home και το The Avenging Conscience.
Η πρώτη είναι ένα σπονδυλωτό φιλμ σε τέσσερα επεισόδια, με δομή πρωτοποριακή για την εποχή. Η εισαγωγική ιστορία μας συστήνει τον John Howard Payne, bon viveur που, μέσα από τις ατυχίες και τις λάθος επιλογές του στην προσωπική του ζωή, θα βρει τελικά την έμπνευση να γράψει ένα ποίημα (το όνομα του οποίου δίνει στο φιλμ τον τίτλο του). Αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει ευεργετικά τις ζωές άλλων ανθρώπων, όπως φανερώνεται στα τρία επόμενα σκετς. Μέσα από τους στίχους του Payne, ο Griffith ουσιαστικά ενώνει τέσσερις μικρού μήκους ταινίες, επιδεικνύοντας μια αξιοθαύμαστη υφολογική ποικιλία: από την ηθογραφία, στη ρομαντική κομεντί, κι από εκεί, στο τραχύ δράμα (η τρίτη ιστορία είναι θεματικά και σκηνοθετικά πρόδρομος του Greed του Erich Von Stroheim). Συγκεντρώνοντας όλους τους αγαπημένους του ηθοποιούς (Henry B. Walthall, Lillian Gish, Dorothy Gish, Mae Marsh, Robert Harron, Blanche Sweet), θα καταφέρει να χωρέσει μέσα σε ένα έτοιμο σενάριο, μια βαθύτατα προσωπική ιστορία. Ο βασικός ήρωας είναι ένας άνδρας του οποίου οι αποτυχίες της προσωπικής ζωής αντισταθμίζονται από την προσφορά του στην ανθρωπότητα μέσω του έργου του. Πέρα από μια κατάθεση καλλιτεχνικής εγωπάθειας (ο Griffith έβλεπε το γάμο του να παίρνει την κατιούσα και στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τη δημόσια περσόνα του ως ο πρώτος αναγνωρισμένος καλλιτέχνης του κινηματογράφου), στο Home Sweet Home κρύβεται ο φόρος τιμής προς τον πατέρα του που μπορεί να απογοήτευσε την οικογένειά του, αλλά πρώτα είχε προσφέρει τον εαυτό του στο καθήκον της πατρίδας.
Ο αφηγηματικός έλεγχος του Griffith είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα, οι ηθοποιοί πλησιάζουν πλέον συστηματικά την κάμερα και τα ρακόρ στον άξονα αφθονούν. Η συνολική αντίληψη του χώρου και των κάδρων, όμως, αποτελεί ένα πισωγύρισμα για το σκηνοθέτη, αφού στα τελευταία του φιλμ στη Biograph είχε ξεφύγει κάπως από τις αφόρητα θεατρικές συμβάσεις. Δε συμβαίνει το ίδιο κι εδώ και το πρώτο πλάνο της ταινίας, με την αυλαία να ανοίγει, είναι αρκούντως εύγλωττο. Ωστόσο, το Home Sweet Home παρακολουθείται ευχάριστα από το σύγχρονο θεατή, ειδικά χάρη στην κωμική ιστορία, όπου η Mae Marsh δίνει τον καλύτερο της εαυτό και συγκινεί αβίαστα με την τραχιά αθωότητα του χαρακτήρα της. Το θρησκευτικού χαρακτήρα φινάλε, όπου ο Payne ξαναβρίσκει την αγαπημένη του στον Παράδεισο, αφενός αποτελεί προπομπό του κλεισίματος των Birth of a Nation και Intolerance, αφετέρου εντυπωσιάζει με την ευφυή χρήση του εφέ της διπλοτυπίας.
JUDITH OF BETHULIA (1914), του D.W. Griffith
Το 1914 ήταν μια χρονιά κομβικής σημασίας για τον Griffith. Μετά από πέντε χρόνια στη Biograph, παραδίδοντας περισσότερες από 400 μικρού μήκους ταινίες, ο Αμερικανός σκηνοθέτης είχε φτάσει τη συγκεκριμένη φιλμική φόρμα στο εκφραστικό της όριο. Το όνομά του μπορεί να απουσίαζε από τους τίτλους, προς συμμόρφωση της πολιτικής της εταιρείας, ωστόσο η συνεισφορά του είχε γίνει ευρέως γνωστή μέσω του Τύπου, αλλά και των συνεργατών του, οι οποίοι δεν έχαναν ευκαιρία να εκθειάζουν το ηγετικό ταπεραμέντο και τη δημιουργικότητά του. Έχοντας αγγίξει πρωτοφανή, για το χώρο του κινηματογράφου, επίπεδα αναγνωρισιμότητας, ο Griffith ήξερε καλά πως για να παραμείνει στην πρώτη γραμμή, έπρεπε να απλώσει τον καμβά του σε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ήδη από το 1909, η ανταγωνίστρια Vitagraph είχε κυκλοφορήσει δύο μεγάλου μήκους φιλμ, τα Les Misérables και The Life of Moses. Οι υπερπαραγωγές σε χώρες του εξωτερικού (όπως η Αυστραλία και, κυρίως, η Ιταλία με τα διάσημά της "peplum" και με μπροστάρη τον Giovanni Pastrone), με ταινίες που ξεπερνούσαν τις δύο ώρες σε διάρκεια και τις δέκα μπομπίνες σε μήκος, ήταν πραγματικότητα εδώ και κάποια χρόνια. Επιπλέον, το 1913 άλλαξε ριζικά η κινηματογραφική βιομηχανία στις ΗΠΑ: άρχιζαν να χτίζονται οι πρώτες μεγάλες αίθουσες (τα λεγόμενα movie palaces αντικατέστησαν τα nickelodeons), το κόστος παραγωγής των ταινιών αυξάνει, η τιμή του εισιτηρίου πενταπλασιάζεται και το σινεμά γίνεται αποδεκτό ως ψυχαγωγία της καθωσπρέπει μεσαίας τάξης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο οραματιστής Griffith ζητά από τα αφεντικά του στη Biograph να του δώσουν το πράσινο φως για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, αλλά η απάντησή τους είναι επίμονα αρνητική. Έτσι, σε μια από τις συνηθισμένες "αποστολές" του συνεργείου του στο Los Angeles για ρεπεράζ και γυρίσματα, θα συγκεντρώσει την ομάδα των σταθερών συνεργατών του (με στενότερο όλων τον εξαιρετικό οπερατέρ, Billy Bitzer) και θα ξεκινήσει κρυφά την προετοιμασία για το πρώτο του επικό φιλμ: τη διασκευή μιας ιστορίας από τα Απόκρυφα της Βίβλου, βασισμένη στο θεατρικό του Thomas Bailey Aldrich, με τίτλο Judith and the Holofernes, στο οποίο μάλιστα ο Griffith είχε πρωταγωνιστήσει κατά τη σύντομη θεατρική του καριέρα. Όταν τα μαντάτα έφτασαν στα κεντρικά της Biograph, η εταιρεία έστειλε εσπευσμένα στο Los Angeles το λογιστή της, J.C. Epping, για να δώσει ένα τέλος στις όποιες βλέψεις του Griffith. Το πάθος του σκηνοθέτη, όμως, έπεισε τον Epping, ο οποίος γυρνώντας στα αφεντικά του εκστασιασμένος, εξασφάλισε την άδεια και τη χρηματοδότηση για την πρώτη παραγωγή της Biograph που θα εκτεινόταν σε έξι μπομπίνες. Έτσι, το πρώτο feature film του D.W. Griffith ήταν γεγονός.
Η επιλογή της ιστορίας δεν ήταν διόλου τυχαία. Όπως φαίνεται κι από τις προαναφερθείσες ταινίες της Vitagraph, το άγχος των δημιουργών για την υποδοχή των πρώτων μεγάλων σε διάρκεια φιλμ από πλευράς των θεατών, και κυρίως αναφορικά με τη δυνατότητά τους να ακολουθούν με ενδιαφέρον μια αφήγηση που αγγίζει τις δύο ώρες, τους οδήγησε σε διασκευές γνωστών έργων, ώστε να εξασφαλιστεί το ευανάγνωστο του φιλμικού κειμένου (το ίδιο έκανε και η Pathé στη Γαλλία, με τη ζωή του Χριστού να έχει την τιμητική της). Έτσι, ο Griffith μάζεψε όλους τους αγαπημένους του ηθοποιούς (Blanche Sweet, Henry B. Walthall, Mae Marsh, Robert Harron, Lillian και Dorothy Gish) και σκηνοθέτησε το πιο φιλόδοξο έργο της έως τότε καριέρας του, χωρίς να απομακρύνεται από το ιδιαίτερο, σκοτεινό του ύφος. Η επιμονή με την οποία χτίζει την ατμόσφαιρα της αφήγησης, χάρη και στα προσεγμένα ντεκόρ μεταξύ άλλων, όπως και η μελετημένη χαρακτηρολογία, ήταν στοιχεία εμφανή από τις τελευταίες μικρού μήκους δημιουργίες του. Δεν είναι έκπληξη, λοιπόν, που στο Judith of Bethulia (όπως θα είναι ο τελικός τίτλος του φιλμ) έχουμε το πρώτο ίσως παράδειγμα λεπτομερέστατης ψυχολογιοποίησης των ηρώων στα κινηματογραφικά χρονικά. Γεγονός που με τη σειρά του έδωσε την απαραίτητη ώθηση στους ηθοποιούς, και ειδικά τη σαρωτική Sweet, να παραδώσουν σπουδαίες ερμηνείες.
Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Griffith για τις δυνατότητες που του προσέφερε το άνοιγμα της διάρκειας, κατέληξε να τον προδώσει. Παρά τις εντυπωσιακές σκηνές, όπως ο αποκεφαλισμός του πρίγκιπα Holofernes στο φινάλε, η αφήγηση μοιάζει συγκεχυμένη, πρόχειρη και, εν τέλει, υπερβολικά στατική. Επίσης, εκτός από τα επαναλαμβανόμενα ρακόρ στον άξονα, το φιλμ παρουσιάζεται φορμαλιστικά πιο άτολμο από πολλές, "μικρότερες" ταινίες του σκηνοθέτη. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε από την απόφαση της Biograph να κόψει τη διάρκεια από τις έξι σε τέσσερις μπομπίνες - η κόπια που διασώζεται σήμερα είναι, δυστυχώς, η "κομμένη" εκδοχή των 49 λεπτών, κάνοντας το Judith of Bethulia το πρώτο μνημείο της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα σε φιλοχρήματους παραγωγούς κι οραματιστές σκηνοθέτες, δέκα χρόνια πριν το Greed του Von Stroheim. Ο Griffith ήταν υπερβολικά εγωιστής για να ανεχτεί μια τέτοια κίνηση κι έτσι, μετά από πεντέμισι σπουδαία χρόνια, θα εγκαταλείψει τη Biograph για την ανταγωνίστρια Mutual, παίρνοντας μαζί του και πολλούς ηθοποιούς και τεχνικούς με τους οποίους δούλευε τα προηγούμενα έτη. Τέλος μιας εποχής κι αρχής μιας καινούριας για το αμερικανικό και το παγκόσμιο σινεμά.
THE AVENGING CONSCIENCE (1914), του D.W. Griffith
Στα τέλη του 1914 κι ενώ η σύντομη - όπως αποδείχτηκε - συνεργασία του Griffith με την Mutual όδευε προς το τέλος της, ο Αμερικανός σκηνοθέτης έφερε πάλι μαζί το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Judith of Bethulia, Henry B. Walthall και Blanche Sweet, για να φτιάξει ένα φιλμ εμπνευσμένο από το έργο του Edgar Allan Poe. Ο θαυμασμός του για τον καταραμένο ποιητή ήταν τόσο μεγάλος (όπως είχε ήδη αποδείξει στο παρελθόν), ώστε το The Avenging Conscience να αποτελεί έναν πραγματικό φόρο τιμής, καταφέρνοντας να χωρέσει μέσα στα 85 λεπτά του αναφορές σε έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως τα Annabel Lee, The Tell-Tale Heart, The Pit and the Pendulum, The Black Cat και The Conqueror Worm. Σε μια ιδιοφυή σύνθεση του υλικού του, o Griffith παρέδωσε την πρώτη σημαντική απόπειρα στο αμερικάνικο σινεμά του τρόμου. Ταυτόχρονα, οι σκηνές της εμφάνισης του φαντάσματος του δολοφονημένου θείου δίνονται με εντυπωσιακά εφέ (ως επί τω πλείστω επρόκειτο για διπλοτυπίες), φέρνοντας στην επιφάνεια έναν μετα-κινηματογραφικό προβληματισμό γύρω από την αθανασία που υποσχόταν η νεαρή ακόμα τέχνη του σινεμά.
Η σκηνή της δολοφονίας, καθώς κι όλα τα λεπτά που προηγούνται αυτής, συνιστούν ένα μικρό κομψοτέχνημα, μια αριστουργηματική άσκηση ύφους. Η εκκρεμότητα της δράσης δημιουργεί σασπένς που κόβει την ανάσα και το συνειρμικό μοντάζ συμβάλλει στην εκκεντρική ατμόσφαιρα. Την ίδια στιγμή, η λεπτοδουλεμένη ερμηνεία του Walthall φαντάζει μοντέρνα μέχρι και σήμερα και μαζί με το σκηνοθέτη του, εμπλέκουν το θεατή σε έναν ιστό μυστηρίου και ηθικής ενδοσκόπησης. Το mise en scène είναι πρωτοφανώς εντυπωσιακό για το σινεμά του Griffith, με τα διάφορα μικροαντικείμενα στο χώρο να έχουν τη δική τους, ξεχωριστή σημασία. Η χρήση του βάθους πεδίου προσδίδει μια πλαστικότητα στα κάδρα, η σύνθεση των οποίων μαρτυρά έναν καλλιτέχνη σε στιγμές μεγάλης εικαστικής έμπνευσης. Η εικονογράφηση της πρώτης ρομαντικής συνάντησης ανάμεσα στους δύο ήρωες, για παράδειγμα, δίνεται με ένα πολύ γενικό πλάνο που τους εντάσσει αρμονικά στην ομορφιά της φύσης, προσδίδοντας λυρισμό σε ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ.
Το δεύτερο μισό του The Avenging Conscience αφιερώνεται στις Ερινύες που περικυκλώνουν τον ήρωα, με τον Griffith να χειρίζεται άριστα τις καταβολές του από την αρχαιοελληνική τραγωδία. Το φινάλε παραμένει αφόρητα ηθικοπλαστικό, μπολιασμένο κιόλας από την άκαμπτη χριστιανική πίστη του δημιουργού. Η εμφάνιση του οράματος του Χριστού μπορεί να φαντάζει αστεία στο σύγχρονο θεατή, δίνει όμως την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να χαρίσει στον Walthall το πιο όμορφο γκρο πλαν του αμερικάνικου σινεμά στην μικρή έως τότε ιστορία του. Ο ηθοποιός ανταποδίδει ζωγραφίζοντας με γκροτέσκο πινελιές την παραληρηματική κλιμάκωση των τελευταίων λεπτών που σε αισθητικό επίπεδο σίγουρα ενέπνευσε το γερμανικό εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο των αμέσως επόμενων χρόνων. Το τραγικό μα αμφίσημο φινάλε εξυψώνει το The Avenging Conscience σε μια από τις καλύτερες στιγμές στο συνολικό έργο του Griffith και διαγράφει μονομιάς τα ουκ ολίγα αφηγηματικά του ελαττώματα, όπως οι διάφοροι υπανάπτυκτοι δεύτεροι ρόλοι (στους οποίους συναντάμε τον Robert Harron, τη Mae Marsh, αλλά και τον έμπιστο φίλο και συμπαραγωγό του σκηνοθέτη, George Siegmann).
THE BIRTH OF A NATION (1915), του D.W. Griffith
Έναν αιώνα μετά τη δημιουργία του, το The Birth of a Nation εξακολουθεί να θεωρείται ο πρώτος μεγάλος σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, ακόμα κι από αυτούς που (δικαίως) αδυνατούν να ξεπεράσουν τον απροκάλυπτα ρατσιστικό χαρακτήρα της ιστορίας και της φόρμας του. Η γελοιωδώς προκατειλημμένη απεικόνιση του έγχρωμου πληθυσμού, ο περήφανος ύμνος προς την Κου Κλουξ Κλαν και η εν γένει πολιτική στάση που πρεσβεύει το φιλμ είναι στοιχεία το λιγότερο ενοχλητικά κι απολύτως κατακριτέα. Μέσα στην ιδεολογική του μονομέρεια, όμως, ο Griffith κατάφερε να πείσει για πρώτη φορά ολόκληρη την ανθρωπότητα για την πραγματική δύναμη του κινηματογραφικού μέσου. Έχοντας ήδη αναπτύξει μια θεωρία περί της χρησιμότητας του σινεμά ως εκπαιδευτικό, ιστοριογραφικό και πολιτικό εργαλείο, ο Αμερικανός πρωτοπόρος θα αποδείξει στην πράξη τη δυναμική της κινούμενης εικόνας. Από την μία, η επιρροή που άσκησε το φιλμ στη δεύτερη Κου Κλουξ Κλαν που ιδρύθηκε το 1915, κι από την άλλη, οι ογκώδεις διαδηλώσεις που οργανώθηκαν στις διάφορες αμερικανικές πόλεις όπου προβαλλόταν, μαρτυρούν την εν δυνάμει ηχηρή παρουσία του φιλμικού μέσου στην επίκαιρη έκφραση του κοινωνικού συνόλου - η ακόμα παραπέρα στην καθοδήγησή του (ο κινηματογράφος ως όπλο προπαγάνδας). Πολύ περισσότερο από μια απλή ταινία, το The Birth of a Nation ήταν ένα γεγονός που προκάλεσε αίσθηση στην αμερικανική κοινωνία κι άλλαξε μια για πάντα τον τρόπο που εκείνη θα εκλάμβανε το σινεμά. Διόλου τυχαία, έμεινε στην ιστορία ως το πρώτο φιλμ που προβλήθηκε στο Λευκό Οίκο, για χάρη του προέδρου Woodrow Wilson, ο οποίος και θα δήλωνε μετά τους τίτλους τέλους: "It is like writing history with lightning. And my only regret is that it is all too terribly true.”
Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Thomas F. Dixon Jr. , The Clansman, ο υπερφιλόδοξος Griffith θα καταφέρει, για πρώτη φορά στην επτάχρονη σκηνοθετική του καριέρα, να χτίσει τον τεράστιο καμβά που θα του επέτρεπε να διηγηθεί μια ιστορία όσο φαντασμαγορική όσο την είχε στο μυαλό του. Το τελικό φιλμ εκτεινόταν σε 12 μπομπίνες και κόστισε το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 110.000 δολαρίων, όντας μακράν η πιο ακριβή παραγωγή στα έως τότε κινηματογραφικά χρονικά. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκονται δύο οικογένειες, οι Cameron και οι Stoneman, που ο εμφύλιος πόλεμος θα χωρίσει, αλλά η συνέχεια του εθνικού πνεύματος (καθώς και η, απαραίτητη δραματουργικά, αγάπη) θα ενώσει με τρόπο πανηγυρικό. Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στα πεδία της μάχης, με φαντασμαγορικές σκηνές δράσης, εκατοντάδες κομπάρσους και σκηνοθεσία μελετημένη στην τελευταία της λεπτομέρεια (σε διασωθέν υλικό από τα γυρίσματα, αποδεικνύεται η εμμονοληπτική φροντίδα του Griffith για να βρει τα κατάλληλα τοπία για τα πλάνα του, όπως και η υπολογισμένη χρήση πυροτεχνημάτων για να γεμίζει τα κενά σημεία των κάδρων στις σκηνές μάχης). Ο ίδιος ο σκηνοθέτης επέμενε πολύ στο αντιπολεμικό μήνυμα της ταινίας του όσες φορές χρειάστηκε να την υπερασπιστεί, και προς αυτό το σκοπό είναι αξιομνημόνευτη η ξαφνική - μες τη ροή της αφήγησης - και σοκαριστική χρήση στατικών φωτογραφιών με πτώματα στρατιωτών, τεχνική που φέρνει στο νου το ακίνητο πλάνο των φτωχών στο προ εξαετίας A Corner in Wheat.
Από φορμαλιστική σκοπιά, το μετωπικό καδράρισμα παραμένει κι εδώ κυρίαρχο, αλλά για πρώτη φορά η κάμερα του Griffith θα αρχίσει δειλά-δειλά να κινείται. Από τα πρώτα λεπτά υπάρχει μια αφθονία πανοραμικών πλάνων, όμως το πλέον σημαντικό στοιχείο ήταν τα πέντε τράβελινγκ της ταινίας, που διαρκούν μεν λίγα δευτερόλεπτα, ωστόσο συνιστούν μια μεγάλη τεχνική καινοτομία που πρέπει να αποδοθεί στην επινοητικότητα του Griffith και των δύο οπερατέρ του, Billy Bitzer και Karl Brown. Δύο από αυτά τα τράβελινγκ εικονογραφούν τον "ηρωικό" καλπασμό των μελών της ΚΚΚ, καθιστώντας εμφανή τη διάθεση του Griffith να τοποθετήσει την κάμερά του μέσα στη δράση, ανάμεσα στα πρόσωπα, κι όχι από έξω, περιορισμένη στον παθητικό ρόλο του θεατή μιας θεατρικής παράστασης. Επιπλέον, εδώ συναντάμε και μια περαιτέρω επεξεργασία του γκρο πλαν (υπάρχουν έξι-εφτά σε τρεις ώρες διάρκειας, εκ των οποίων τα μισά αφιερώνονται στη Lillian Gish), το οποίο συνδυάζεται με την τεχνική της ίριδας, γεννώντας μια αισθητική συγγένεια με τα καθιερωμένα φωτογραφικά πορτρέτα.
Μα πάνω από όλα, το The Birth of a Nation περιέχει τις δύο πρώτες πραγματικά σπουδαίες σεκάνς στην ιστορία του σινεμά. Η πρώτη είναι η αναπαράσταση της δολοφονίας του Λίνκολν (ο οποίος παρουσιάζεται ως ευγενής ήρωας, δείγμα ιδεολογικής σύγχυσης από μεριάς Griffith;), με τη χρήση υπέρτιτλων που αναγράφουν με (ιστορική) ακρίβεια την ώρα σε μια εμπνευσμένη αντίστροφη μέτρηση, τρικ πρωτοφανές (και χιλιοαντιγραμμένο πλέον) για τη γέννηση σασπένς - τόσο αποτελεσματικό ώστε, ακόμα κι έναν αιώνα μετά, ο θεατής να κολλάει στο κάθισμά του, καθηλωμένος από τα επί της οθόνης δρώμενα. Παράλληλα, δίνει στη σκηνή το χαρακτήρα ενός ντοκουμέντου, ανήκουστου για την ανθρωπότητα του 1915. Η δεύτερη σπουδαία στιγμή του φιλμ είναι ο θάνατος της Flora Cameron, ερμηνευμένης με ανόθευτο ηλεκτρισμό από την Mae Marsh (αυτή κι ο Walthall συναγωνίζονται για την καλύτερη παρουσία ανάμεσα στο πολυπληθές καστ της ταινίας). Η καταδίωξή της από τον στυγερό Gus, η άνοδος στον απόκρημνο βράχο, η τελική της πτώση ενώ ο αδερφός της τρέχει να τη σώσει, αποτελούν στιγμές θεαματικά έντονες για το θεατή οποιασδήποτε εποχής, θέτοντας έναν κινηματογραφικό τρόπο που μέχρι σήμερα μοιάζει οδηγός για κάθε σκηνοθέτη. Για το φινάλε, ο Griffith επεφύλαξε μια μεγαλοπρεπή αναδόμηση του κλασικού σχήματος της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής", στο οποίο κι εξασκήθηκε ουκ ολίγες φορές στις μικρού μήκους δημιουργίες του στη Biograph, με τη χρήση του παράλληλου μοντάζ να δεσπόζει. Τα τελευταία κάδρα με τις διπλοτυπίες που δηλώνουν την ευτυχή κατάληξη για τα ζευγάρια της αφήγησης, είναι μια ξεκάθαρη επιρροή στο αριστουργηματικό Sunrise του F.W. Murnau και μια απέλπιδα προσπάθεια για να καλυφθεί η απαράδεκτη ιδεολογία της ταινίας κάτω από ένα ουμανιστικό πέπλο.
Αμφιλεγόμενο μέχρι και σήμερα για την ανεπίτρεπτη ιδεολογία του και την απαράμιλλη κατασκευαστική του μαεστρία, η Γέννηση ενός Έθνους έγινε και η πρώτη πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία της νεόκοπης κινηματογραφικής βιομηχανίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (περισσότερα από εξήντα εκατομμύρια δολάρια κέρδη στην πρώτη της κυκλοφορία, παρά την απαγόρευσή της σε πολλές πολιτείες), με άμεσες κι έμμεσες συνέπειες. Δεδομένων και των πρωτόλειων συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στο πεδίο της διανομής, υπολογίζεται πως αρκετές, λαμπρές περιουσίες φτιάχτηκαν χάρη στο φιλμ του Griffith. Η πιο διάσημη περίπτωση παραμένει αυτή του Louis B. Mayer, που μέσα από τα κέρδη από την εκμετάλλευση του φιλμ στις ανατολικές ακτές, έχτισε την MGM. Αλλά και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών που θα απασχολούσε τις πρώτες γραμμές του Hollywood τις επόμενες δεκαετίες, γαλουχήθηκε στο The Birth of a Nation, άλλοι δουλεύοντας πλάι στον Griffith, κι άλλοι συμμετέχοντας ως ηθοποιοί (τα ονόματα των John Ford, Raoul Walsh, Donald Crisp κι Elmer Clifton είναι ενδεικτικά). Παρά τις οργισμένες αντιδράσεις και τις αναρίθμητες διενέξεις που προκάλεσε το φιλμ, ο δημιουργός του αναγνωρίσθηκε ως ένας εκ των σημαντικότερων καλλιτεχνών της Αμερικής και ο σπουδαιότερος κινηματογραφικός σκηνοθέτης παγκοσμίως, κάνοντας όλους να περιμένουν εναγωνίως το επόμενό του βήμα.
INTOLERANCE (1916), του D.W. Griffith
Μετά την πρωτοφανή επιτυχία του The Birth of a Nation και παρά τις οργισμένες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας, ο Griffith γίνεται το αδιαμφισβήτητο πρώτο όνομα της νεόκοπης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Προκειμένου να διατηρηθεί στην κορυφή, βάλθηκε μέσα στον επόμενο χρόνο να δημιουργήσει το ακατόρθωτο: μια ταινία μεγαλύτερη σε φιλοδοξία από το έως τότε αριστούργημα του. Το αποτέλεσμα ήταν το Intolerance, ένα φιλμ που ουκ ολίγοι μελετητές και κριτικοί κατατάσσουν ανάμεσα στα κορυφαία όλων των εποχών. Δεδομένου ότι ο βασικός θεματικός του άξονας είναι η μισαλλοδοξία και οι καταστρεπτικές συνέπειές της για την ανθρωπότητα, οι περισσότεροι έσπευσαν να μιλήσουν για έμπρακτη μετάνοια από μεριάς σκηνοθέτη, για μια προσπάθεια εξιλέωσης για το ασυγχώρητα ρατσιστικό χαρακτήρα της προηγούμενής του δημιουργίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν αρκετά διαφορετική. Ο Griffith είχε εμπνευσθεί την ιδέα της νέας του ταινίας ενόσω τα γυρίσματα της Γέννησης ενός Έθνους βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδοχής του, το σενάριο έφερε τον τίτλο The Mother and the Law και στο επίκεντρο της κριτικής του βρίσκονταν οι ονομαζόμενοι "μεταρρυθμιστές", συντηρητικές ομάδες που δρούσαν στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, επιβάλλοντας τον υποκριτικό, πουριτανικό τους κώδικα συμπεριφοράς. Όμως, οι συνεργάτες του Griffith τον συμβούλεψαν να αφήσει κατά μέρος τη συγκεκριμένη ιδέα. Ένα μικρό σε φιλοδοξίες μελόδραμα, που θα έμοιαζε περισσότερο με επέκταση ενός από τα πολυάριθμα παρόμοια shorts που είχε γυρίσει στη Biograph, δε θα μπορούσε να είναι ο διάδοχος του Birth of a Nation, το οποίο εν τω μεταξύ είχε λάβει διαστάσεις φαινομένου.
Ο Griffith πείσθηκε και η έμπνευση θα χτυπήσει την πόρτα του μετά από την προβολή μιας ιταλικής ταινίας. Βλέποντας δύο φορές μέσα σε μία νύχτα το Cabiria του Giovanni Pastrone, ο Αμερικανός πρωτοπόρος αποφάσισε να τολμήσει το αδιανόητο: τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που διαδραματίζονται σε τέσσερις διαφορετικές εποχές, χωρίς να μοιράζονται κοινούς χαρακτήρες, και με το παράλληλο μοντάζ να τις συνδέει στον αφηγηματικό άξονα. Η πτώση της Βαβυλώνας το 536 π.Χ., η σταύρωση του Χριστού, η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου το 1572 μ.Χ. και η μοντέρνα ιστορία από το σενάριο του The Mother and the Law, εναλλάσσονται στο τελικό φιλμ, μαζί με μία μυστηριώδη, κρυπτική εικόνα της Lillian Gish πλάι σε μια κούνια και τους στίχους ενός ποιήματος του Walt Whitman. Πρόκειται για έναν πραγματικό θρίαμβο του μοντάζ, ενώ ακόμα και σήμερα, έναν αιώνα μετά, ελάχιστα φιλμ έχουν επιχειρήσει ξανά να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου σε τέτοιο βαθμό ώστε να αγκαλιάσουν ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της καταγεγραμμένης ανθρώπινης Ιστορίας.
Από τεχνικής απόψεως, το Intolerance είναι αρκετά επίπεδα πάνω από τον προκάτοχό του. Εκτός από την, εγγενή σε φόρμα και ουσία, αντίληψη για τη δυνατότητα συγχρονισμένης προβολής τεσσάρων ιστοριών που δεν ταυτίζονται στο διεγετικό χρόνο, ο Griffith προοδεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την κίνηση της κάμερας. Στα πρώτα κιόλας λεπτά, έχουμε ένα εντυπωσιακό τράβελινγκ προς τα μπροστά, το οποίο δεν προκαλείται από κάποιον ηθοποιό ή οποιαδήποτε άλλο στοιχείο εντός του κάδρου. Το πλάνο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί την μεγαλύτερη στιλιστική καινοτομία της εποχής του, ικανής να απελευθερώσει σε σημαντικό βαθμό τις αφηγηματικές δυνατότητες του σινεμά ως οπτικού μέσου, αν δεν επισκιαζόταν από μία άλλη, σημαντικότερη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά, γινόμαστε μάρτυρες ενός τράβελινγκ σε γερανό (και μάλιστα εις διπλούν), με ταυτόχρονη κίνηση προς τα μπροστά και κατά μήκος του κάθετου άξονα, προκειμένου να αποκαλυφθεί το μεγαλείο του ντεκόρ στην ιστορία της Βαβυλώνας. Άλλωστε, πρόκειται για κάποια από τα πλέον εντυπωσιακά σκηνικά που στήθηκαν ποτέ, τα πρώτα τέτοιας εμβέλειας σε γυρίσματα εξωτερικά. Αυτό το κινούμενο πλάνο αποτελεί, δικαίως, μια από τις πιο διάσημες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας.
Η αλήθεια είναι πως στη σχεδόν τρίωρη διάρκεια του φιλμ, ο Griffith μεροληπτεί αρκετά υπέρ της μοντέρνας ιστορίας, δημιουργώντας μια αφηγηματική αστάθεια που αποτυγχάνει να καθηλώσει τον θεατή στον ίδιο βαθμό με το σαφώς πιο στρωτό The Birth of a Nation. Όμως, τα αντισταθμίσματα είναι πολλά. Το σύγχρονο επεισόδιο τελειώνει με το γνωστό σχήμα της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής" στην πιο εντυπωσιακή κι αγωνιώδη χρήση του - άλλωστε δεν πρόκειται για τη σωτηρία μιας "χάρτινης" ηρωίδας που περιμένει τον πρίγκιπα της ζωής της (βλέπε τα χρόνια στη Biograph), αλλά για ένα φτωχό εργάτη που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αδικίες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Θυμίζοντας τον πολιτικά στρατευμένο δημιουργό του A Corner in Wheat και του The Usurer, ο Griffith θα εντυπωσιάσει με την ανατριχιαστική σκηνή της σφαγής των ξεσηκωμένων εργατών από τις οπλισμένες δυνάμεις καταστολής. Μάλιστα, η συγκεκριμένη σεκάνς είναι εμπνευσμένη από το αληθινό περιστατικό που έλαβε χώρα στο Ludlow το 1914 και το θάνατο πολλών απεργών ενός εργοστασίου εκμετάλλευσης της οικογένειας Rockefeller. Ακόμη, το αντιπολεμικό μήνυμα (κι ενώ ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του) γίνεται ξεκάθαρο με σκηνές μάχης που ξεπερνούν σε βιαιότητα οτιδήποτε είχε να επιδείξει το σινεμά έως τότε. Τέλος, σύσσωμο το cast της ταινίας παραδίδει εξαιρετικές ερμηνείες με την Mae Marsh να ξεχωρίζει ξανά.
Ωστόσο, το Intolerance δεν κατάφερε να γνωρίσει την εμπορική επιτυχία του The Birth of a Nation, πιθανότατα λόγω της κεντρόφυγης δομής του που καθιστούσε την ανάγνωση της ταινίας αρκετά δυσκολότερη. Κι αν δε χωράει καμία αμφιβολία πως πρόκειται για το πιο θεαματικό φιλμ στην ιστορία του βωβού, το κατά πόσον το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απόλυτα πετυχημένο έχει αποτελέσει αντικείμενο άπειρων συζητήσεων κι αναλύσεων στα επόμενα χρόνια. Ο μεγάλος Sergei Eisenstein δήλωνε πως το φιλμ του Griffith έδειξε σε όλους τι ήταν και τι μπορούσε να είναι το σινεμά, εξυψώνοντας το μοντάζ ως το βασικό του εργαλείο, για να προσθέσει όμως ότι απουσίαζαν κάποια στοιχεία που θα προσέδιδαν στην αφήγηση μεγαλύτερη συνοχή. Ο ίδιος ο Αμερικανός σκηνοθέτης πιθανότατα συμφωνούσε, γι'αυτό και λίγα χρόνια αργότερα θα κυκλοφορούσε στις αίθουσες ξεχωριστά την μοντέρνα ιστορία και το επεισόδιο της Βαβυλώνας, μαζί με νέο υλικό που γύρισε στο ενδιάμεσο. Το μόνο σίγουρο, όμως, ήταν πως μετά το Intolerance, η φήμη του Griffith ως ο καλύτερος σκηνοθέτης στο παγκόσμιο σινεμά γιγαντώθηκε και το μέλλον του προμηνυόταν λαμπρό.
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου