Τις τελευταίες δύο δεκαετίες και κάτι, ως ιδρυτές της Miramax αρχικά, και της The Weinstein Compay πλέον, οι αδελφοί Μπομπ και Χάρβεϊ Γουάινστιν αποδεικνύονται συστηματικά ακαταμάχητοι γητευτές των απανταχού κινηματογραφικών βραβείων (γενικά) και των Όσκαρ (ειδικά). Το όνομά τους, και ιδιαίτερα εκείνο του Χάρβεϊ, κρύβεται πίσω από μικρούς ή μεγάλους, και συχνά αναπάντεχους, οσκαρικούς θριάμβους: «Ο Άγγλος Ασθενής», «Ερωτευμένος Σαίξπηρ», «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά» και «The Artist», αλλά και το βραβείο πρωτότυπου σεναρίου στο «Pulp Fiction» του πάντα τρομερού και σφόδρα αμφιλεγόμενου Κουέντιν Ταραντίνο, πρώτου γυναικείου ρόλου στην απλά χαριτωμένη Γκουίνεθ Πάλτροου («Ερωτευμένος Σαίξπηρ») κόντρα σε δύο συζητημένες και συγκλονιστικές ερμηνείες (Κέιτ Μπλάνσετ / «Ελίζαμπεθ», Φερνάντα Μοντενέγκρο / «Ο Κεντρικός Σταθμός») και το περσινό, στο νήμα, τρίτο Όσκαρ ερμηνείας – τέλειας μίμησης της Μέριλ Στριπ («Η Σιδηρά Κυρία»).
Κινούμενος επιθετικά στις αγορές των Φεστιβάλ του Sundance ή των Καννών, ως διανομέας, ή ακονίζοντας το ταλέντο περισσότερο ή λιγότερο προκλητικών σκηνοθετών (Ταραντίνο, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Άντονι Μινγκέλα, Τοντ Χέινς, Στίβεν Ντάλντρι) και θέτοντας μερικά από αυτά υπό την αποκλειστική του προστασία, ως παραγωγός, ο Χάρβεϊ έκανε τόσο (εμπορικά βιώσιμη) μόδα το (φτηνό) ανεξάρτητο σινεμά του δημιουργού, που όλα τα studios αναγκάστηκαν να ιδρύσουν θυγατρικές εταιρείες για να υποστηρίξουν τα πιο low profile, «κουλτουριάρικα» παιδιά τους (Fox Searchlight η FOX, Paramount Vantage η Paramount, Sony Pictures Classics η Sony κλπ), και να τον συναγωνιστούν. Έτσι, το κινηματογραφικό περιθώριο βρήκε στέγη στο mainstream και οι οσκαρικές υποψηφιότητες αναδείχθηκαν ως το πιο αποτελεσματικό (και ολιγοδάπανο) μέσο προώθησής του.
Άνευ άνομων μέσων, αφού κανονισμοί και κανόνες δεοντολογίας της Ακαδημίας τα χρίζουν αδύνατα, ο Χάρβεϊ ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πώς να στήνει ιδιοφυείς καμπάνιες για τις καλλιτεχνικών προδιαγραφών και προσδοκιών ταινίες του, πατώντας τα κατάλληλα κουμπιά των ψηφοφόρων της Ακαδημίας. Φέτος, όχι μόνο κατάφερε να βάλει με δύναμη στο οσκαρικό παιχνίδι: α) τον Ταραντίνο, με το κωμικό και splatter… μετα-γουέστερν του, «Django, Ο Τιμωρός», κόντρα στις διαμαρτυρίες για χλευασμό και εμπορική εκμετάλλευση της δουλείας, β) τον εξωφρενικά εκκεντρικό και αντικοινωνικό Χοακίν Φίνιξ στην πεντάδα του πρώτου ρόλου, παρά το παραλήρημά του εναντίον του θεσμού αλλά και γ) την απλά… περαστική από το «The Master» (χρήσιμη μόνο ως στόχος του λανθάνοντος μισογυνισμού του) Έιμι Άνταμς στον δεύτερο ρόλο.
Πάνω απ’ όλα, όμως, σε μια χρονιά αβάσταχτων ιστορικοπολιτικών («Λίνκολν»), πολεμικών («Zero Dark Thirty») και κοινωνικο-οικολογικών («Αγάπη», «Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου») φιλμικών καταγγελιών, ανέδειξε το όνομα και πράγμα «Οδηγός Αισιοδοξίας» ως ιδανικό αντίδοτο – αντιπρόταση. Με υποψηφιότητες και στις πέντε μεγάλες κατηγορίες (ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, πρώτοι ρόλοι), συν στους δύο – ανδρικό και γυναικείο – δεύτερους ρόλους (ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του «Οι Κόκκινοι», από το 1981!), όχι μόνο απειλεί να κάνει την α λα «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» έκπληξη, αλλά φέρνει και την πρωταγωνίστριά του, Τζένιφερ Λόρενς, σε απόσταση αναπνοής από το πρώτο της κερδισμένο Όσκαρ (ιδιαίτερα αν το φιλμ δεν κάνει την έκπληξη στην κατηγορία ταινίας, και η Ακαδημία θελήσει να τιμήσει μέσω αυτής και τους θαυμάσιους συμπρωταγωνιστές της). Όχι τυχαία, η… εύστροφη ηθοποιός μνημόνευσε ευφάνταστα τον Χάρβεϊ στους ευχαριστήριους λόγους της, τόσο στις Σφαίρες, όσο και στα SAG (όπου τον αποκάλεσε «κατεργάρη»).
Μοναδικό, απρόβλεπτο παραπάτημά του φέτος ήταν η αδυναμία του να εξασφαλίσει στο «Άθικτοι» μια θέση στην πεντάδα της ξενόγλωσσης ταινίας (τουλάχιστον). Αυτή, όμως, ψηφίζεται από ξεχωριστή, ειδική ομάδα μελών και… πόσα κομμάτια να γίνει κανείς, για να πείσει τους πάντες;
Την καμπάνια πολλοί εμίσησαν, το βραβείο ουδείς
Απορία και δυσαρέσκεια προκάλεσε σε πολλούς η υποψηφιότητα του Χοακίν Φίνιξ για το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Όχι (μόνο) γιατί δεν τους / μας άρεσε το λατρεμένο μεγάλης μερίδας των κριτικών, υπερτιμημένο «The Master». Ούτε (μόνο) επειδή στην ουσία ο Χοακίν παίζει τον εαυτό του, τονίζοντας υπερβολικά (και δη κάνοντας αποκρουστικά) τα σωματικά του ελαττώματα. Αλλά κυρίως γιατί έβγαλε προσβλητικά τη γλώσσα του στο θεσμό. «Θεωρώ πως είναι μεγάλη, απόλυτη μαλακία και δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτήν», είπε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Interview, τον περασμένο Οκτώβριο. Και συνέχισε: «Δεν πιστεύω στα Όσκαρ. Είναι ένα καρότο – το καρότο με την πιο απαίσια γεύση που δοκίμασα ποτέ στη ζωή μου. Είναι τελείως υποκειμενικά. Το να θέτεις ανθρώπους εναντίων ανθρώπων… είναι το πιο ηλίθιο πράγμα σε όλο τον κόσμο».
Η αλήθεια είναι πως, αν λάβουμε υπόψη ότι σε άλλο μέρος τής εν λόγω συνέντευξης παραδέχτηκε πως δε θεωρεί εαυτόν υπεράνω των βραβείων, απλά αισθάνεται εξαιρετικά άβολα και αμήχανα με ό,τι συνεπάγεται μια οσκαρική υποψηφιότητα (την προσοχή, την εκβιαστικά καλή, πολιτικά ορθή δημόσια διαγωγή κατά την παρέλαση από όσα βραβεία προηγούνται των Όσκαρ), γίνεται κατανοητό ότι ο Φίνιξ δεν έχει τόσο πρόβλημα με τα Όσκαρ αυτά καθαυτά, όσο με την αναπόφευκτη καμπάνια που προηγείται της απονομής τους. Η αλήθεια, όμως, είναι, πως ανεξάρτητα από το όποιο πρόβλημα και τις δηλώσεις του Φίνιξ, ή ίσως και εξαιτίας τους, η Ακαδημία τον προτίμησε τελικά, αδικώντας κατάφωρα τον πάντα, αθόρυβα ουσιαστικό και gentleman (παρόντα – αντίθετα με όλους τους συναδέλφους του, που επίσης δεν εξασφάλισαν, τελικά, οσκαρική υποψηφιότητα – και στις Χρυσές Σφαίρες, και στα SAG), Τζον Χοκς («The Sessions»).
Γιατί, τελευταία, τίποτα άλλο δε θέλει διακαώς να αποδείξει περισσότερο, βροντοφωνάζοντάς το, η Ακαδημία, από την τακτική της να αποφασίζει και να ψηφίζει βάσει της αξίας δουλειάς, και δη της ποιότητας του έργου και μόνο, κάθε υποψηφίου, ανεπηρέαστη από οτιδήποτε συμβαίνει εκτός οθόνης (προσωπική ζωή, συμπεριφορά, δηλώσεις και, ναι, οσκαρική καμπάνια). Με άλλα λόγια να πείσει για το ακριβώς αντίθετο από αυτό που της καταλογίζει ο Φίνιξ: την αφοσίωσή της στην όσο το δυνατόν πιο εφικτή αντικειμενικότητα. Για την οποία εξάλλου, όχι τυχαία, την ευχαρίστησε και πρόπερσι η Μελίσα Λίο, που επικράτησε στον δεύτερο ρόλο με το «The Fighter», παρά την ανεκδιήγητη, αυτοσχέδια οσκαρική της καμπάνια. Μόνο που η δική της ερμηνεία (αντίθετα με εκείνη του Φίνιξ) δεν άφηνε εξ αρχής περιθώρια αμφισβήτησης και αψιμαχιών…
Είπε ο πρώτος ρόλος τον δεύτερο… κεφάλα
Όσο, όμως, η Ακαδημία αγωνίζεται για άνευ προκαταλήψεων και επιρροών αντικειμενικότητα, τόσο η αδυναμία της να ξεκαθαρίσει τα όρια ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο ρόλο τής βάζει συστηματικά τρικλοποδιά. Η φετινή είναι μια ακόμη από εκείνες τις χρονιές κατά τις οποίες η… αριθμητική δε βγαίνει στην εξίσωση μοιράσματος των υποψηφίων στους πρώτους και δεύτερους ρόλους. Αφενός, ο Κρίστοφ Βαλτς διεκδικεί με αξιώσεις το Όσκαρ δεύτερου ρόλου, παρόλο που η – όλα τα λεφτά – ερμηνεία του στο «Django, Ο Τιμωρός» είναι σαφέστατα ενός πρώτου ρόλου: επιβλητικά παρούσα στο φιλμ, πλην τα τελευταία, περίπου 15 λεπτά του. Λεπτά, που πάνω – κάτω αποτελούν το χρόνο παρουσίας των περισσοτέρων συνυποψηφίων του (πλην του «The Master» Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, που, επίσης, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί πρώτος ρόλος) στα αντίστοιχα δικά τους φιλμ.
amour440
Αφετέρου, η Εμανουέλ Ριβά εξασφάλισε μια θέση στην πεντάδα του πρώτου ρόλου, χάρη στον τυπικά πρώτο γυναικείο ρόλο, αλλά ουσιαστικά πιο δεύτερο και από εκείνον της κόρης του ηλικιωμένου ζευγαριού, Ιζαμπέλ Ιπέρ, του «Αγάπη». Γιατί, με όλο το σεβασμό στο έργο και στην ιστορία της κυρίας Ριβά, ως υπό αξιολόγηση ερμηνεία / πλάσιμο χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί μόνο το κομμάτι της δουλειάς της κατά το οποίο η ηρωίδα της στέκεται ακόμα στα πόδια της και επικοινωνεί. Πριν το εγκεφαλικό τής στερήσει την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά της, αφήνοντάς τη να βογκά (μόνο) ακατάπαυστα για τα 2/3 της ταινίας. Συγγνώμη, αλλά αυτό όχι μόνο μπορεί να το κάνει εξίσου καλά οποιοσδήποτε, αλλά το κάνει (διαπεραστικά αποτελεσματικά) και η συνυποψήφιά της, Ναόμι Γουάτς στο «The Impossible», διατηρώντας, όμως, στο ακέραιο την αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά και την προσωπικότητα της ηρωίδας της (ίσως γιατί, αντίθετα με το Χάνεκε, ο σκηνοθέτης της, Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, δεν είναι μισάνθρωπος…).
Η αμφιβολία για το σε ποια, τελικά, κατηγορία θα παίξει η Ριβά ήταν προφανής σε όλες τις αρχικές, πρώιμες προβλέψεις για τη φετινή κούρσα. Και αποτέλεσε επανάληψη των αντίστοιχων περσινών, προτού η πρωταγωνίστρια του «The Artist», Μπερενίς Μπεζό, καταλήξει υποψήφια στο δεύτερο ρόλο. Και όχι μόνο. Το 2007 το μικρό (σε ηλικία), μεγάλο (σε ερμηνεία) αστέρι του «Little Miss Sunshine», Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν, χώρεσε αδίκως μόνο στον δεύτερο ρόλο, όπως ακριβώς και ο φωτισμένος Χέιλι Τζόελ Όσμεντ της «Έκτης Αίσθησης», 7 χρόνια νωρίτερα. Το 2006 ο Χιθ Λέτζερ αγωνίστηκε στον πρώτο ρόλο, ενώ ο Τζέικ Τζίλενχολ στον δεύτερο, αν και ήταν – εξόφθαλμα – το πρωταγωνιστικό ντουέτο του «Το Μυστικό του Brokeback Mountain», όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 2002 με τους Ντενζέλ Γουόσινγκτον και Ίθαν Χοκ, αντίστοιχα, του «Μέρα Εκπαίδευσης». Το 2003, τέλος, η Νικόλ Κίντμαν θριάμβευσε στον πρώτο ρόλο ως Βιρτζίνια Γουλφ, παρά τα μόλις 28 λεπτά (συγκλονιστικής, είναι αλήθεια) παρουσίας της στο «Οι Ώρες»! Χρόνος που ήταν σημαντικά λιγότερος σε σύγκριση με εκείνον τόσο των συνυποψηφίων της, όσο και των συμπρωταγωνιστριών της, Μέριλ Στριπ (42 λεπτά) και – υποψήφιας στον δεύτερο ρόλο! – Τζουλιάν Μουρ (33 λεπτά).
thehours440
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο, τα πιο ακραία, ίσως, παραδείγματα της… θολούρας που επικρατεί όσον αφορά τον προσδιορισμό πρώτου και δεύτερου ρόλου. Σε κάθε περίπτωση, η Ακαδημία επιμένει ότι η απόφαση αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των μελών / ψηφοφόρων της. Πώς, όμως, μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, και δη άνευ προκατάληψης ή επιρροής, όταν της ψηφοφορίας τους προηγείται ένας, κάθε άλλο παρά κρυφός, σκληρός μαραθώνιος μεταξύ των studios και της οσκαρικής καμπάνιας καθενός; Καμπάνια στρατηγικών επιλογών, που προφανώς προωθεί συγκεκριμένες ερμηνείες, σε συγκεκριμένες κατηγορίες, ανάλογα με τις πιθανότητες καθεμιάς είτε να σκοράρει υποψηφιότητα (Μπεζό, Μπρέσλιν, Τζίλενχολ…), είτε ακόμα και νίκη (Κίντμαν, Γουόσινγκτον…).
Έτσι (για να σταθούμε μόνο στην πιο χαρακτηριστική και πολυσυζητημένη από τις παραπάνω ιστορικές περιπτώσεις), πριν από μια δεκαετία, εξομολογημένα, οι Miramax και Paramount αποφάσισαν όχι μόνο να εκμεταλλευτούν τις διθυραμβικές κριτικές για τη Γουλφ της Κίντμαν (σε συνδυασμό με την ορμητική συμπάθεια του Χόλιγουντ στο πρόσωπο της τελευταίας, εξαιτίας του, πρόσφατου τότε, άσχημου χωρισμού της από τον Τομ Κρουζ), αλλά και να αποφύγουν την άμεση – και πιθανόν μοιραία και για τις τρεις τους - κόντρα της με τις συμπρωταγωνίστριές της, Μουρ και Στριπ (για το «Adaptation») στον δεύτερο ρόλο, ρίχνοντάς την εύστοχα στην αρένα του πρώτου ρόλου.
waltz440
Παρομοίως, και φέτος, τα studios έκαναν, βάση στυγνών υπολογισμών, τα κουμάντα τους: η Weinstein Co. κατάλαβε πως η σαρωτική (λατρεμένη κοινού και κριτικών) ερμηνεία του Βαλτς ήταν απίθανο να χωρέσει στον πρώτο ρόλο (όπου εξάλλου ήθελε να εξασφαλίσει μια θέση για τους επίσης «δικούς» της, Μπράντλεϊ Κούπερ και Φίνιξ), οπότε τον έσπρωξε επιτυχώς στον δεύτερο. Η Sony Pictures Classics, από την πλευρά της, αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τόσο τη φόρα (από τα φεστιβάλ, τις κριτικές και την εξαιρετική πορεία του στη διεθνή arthouse διανομή) του «Αγάπη», όσο και το σεβασμό που τρέφει σύσσωμη η κινηματογραφική κοινότητα στην εμβληματική πρωταγωνίστρια του «Χιροσίμα, Αγάπη Μου», Ριβά, ώστε να τη δει να φιγουράρει στον πρώτο ρόλο, κάνοντας, μάλιστα, ρεκόρ ως η μεγαλύτερη σε ηλικία (84 χρόνων) υποψήφια στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Και έτσι, όσο η Ακαδημία αρνείται, κακόγουστα ίσως, σίγουρα, όμως, πιο αξιοκρατικά, να θέσει συγκεκριμένα (χρονικά έστω) όρια, που να προσδιορίζουν πιο ξεκάθαρα τη διαφορά ανάμεσα σε πρώτο και δεύτερο ρόλο, θα συνεχίσει να… λούζεται τις κατηγορίες (σαν αυτές του Φίνιξ) για υποκειμενικότητα και (ακόμα χειρότερα) συμμετοχή / συνενοχή της στα εμπορικά παιχνίδια των παραγωγών…
Περί ορέξεως… κολοκυθόπιτα
Τα Όσκαρ, που φέτος θα γιορτάσουν την 85η απονομή τους, έπαιζαν για πολλά χρόνια χωρίς ισχυρό αντίπαλο, που να προϊδεάζει έστω λίγο για τις τάσεις, τις προτιμήσεις και το γούστο τους. Οι Χρυσές Σφαίρες (που καμία σχέση δεν έχουν με μέλη και κανόνες της Ακαδημίας μεν, αποτελούν ιδανική πλατφόρμα μέσω της οποίας studios και ατζέντηδες προσελκύουν προσοχή και ενδιαφέρον για τα πιο δυνατά, «οσκαρικά» χαρτιά τους δε), είναι κατά 15 χρόνια «νεότερες», αφού έκλεισαν φέτος τα 70 τους χρόνια. Σημαντικά γηραιότερες, δηλαδή, από τα – σαφώς πιο επιδραστικά στην οσκαρική ψηφοφορία – βραβεία των σωματείων των διαφόρων επαγγελματιών του (χολιγουντιανού) σινεμά, μέλη των οποίων είναι και μέλη της Ακαδημίας: 65 ετών έγιναν φέτος εκείνα των σκηνοθετών (DGA), 64 των σεναριογράφων (WGA), 24 των παραγωγών (PGA) και μόλις 19 των ηθοποιών (SAG).
Την τελευταία 20ετία, όμως, από τότε δηλαδή που το ανεξάρτητο, αμερικανικό σινεμά μπήκε δυναμικά στο mainstream (βλέπε «Γουάινστιν φυγείν αδύνατον»), τα δεδομένα ανατράπηκαν: συχνά, πλέον, η εμπορική επιτυχία και, ως ένα βαθμό, η κριτική αποδοχή μιας ταινίας δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την οσκαρική της πορεία – αντίστροφα, οι οσκαρικές προδιαγραφές μιας ταινίας αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορική επιτυχία και, ως ένα βαθμό, την κριτική αποδοχή της. Κατά συνέπεια, οι ψηφοφορίες και τα βραβεία των παραπάνω, που προηγούνται εκείνων της AMPAS, θεωρούνται και ιδανικές ευκαιρίες προώθησης / προβολής των οσκαρικών διεκδικητών και φερέγγυα βαρόμετρα για το προς τα πού θα κινηθούν, τελικά, τα αντίστοιχα, κερδισμένα Όσκαρ.
Λαμβάνοντας υπόψη την αριθμητική σύνθεση και τον τρόπο ψηφοφορίας κάθε σωματείου σε σύγκριση με εκείνα της Ακαδημίας, οι κάποιες αναντιστοιχίες στους υποψήφιους των μεν και της δε θεωρούνται κάθε χρόνο αναμενόμενες και φυσιολογικές. Συγκεκριμένα, για τη διαμόρφωση των – κινηματογραφικών και τηλεοπτικών – προτιμήσεων των σωματείων, ψηφίζουν μικρές, προεπιλεγμένες επιτροπές από τα μέλη του στα ανά τις αμερικάνικες Πολιτείες παραρτήματά του, ενώ τους νικητές επιλέγουν όλα τα μέλη καθενός, που ξεπερνούν τις 12.000 ή ακόμα και τις 100.000 (οι ηθοποιοί, μετά τη συγχώνευσή τους με το AFTRA)! Για τις – αποκλειστικά κινηματογραφικές – οσκαρικές υποψηφιότητες από την άλλη, ψηφίζει κάθε επαγγελματική ομάδα της AMPAS για τον κλάδο της (οι ηθοποιοί τους ηθοποιούς, οι σκηνοθέτες τους σκηνοθέτες, κοκ, και όλοι μαζί για την καλύτερη ταινία), ενώ τους νικητές τους διαλέγουν σύσσωμοι οι ψηφοφόροι της (πλην κάποιων κατηγοριών, ειδικής μεταχείρισης, όπως εκείνη της ξενόγλωσσης ταινίας).
ampas440
Τα μέλη της Ακαδημίας, όμως, δεν ξεπερνούν τις 6.000 (5.856, για την ακρίβεια, φέτος), εκ των οποίων τα περισσότερα, σε ποσοστό 22% (1.172) είναι ηθοποιοί. Γι’ αυτό και οι προτιμήσεις του SAG, θεωρούνται κάθε χρόνο ενδεικτικότερες όλων για το ποιοι θα θριαμβεύσουν, κατά πρώτο λόγο στις αντίστοιχες πεντάδες ερμηνείας, και δευτερευόντως σε εκείνη της καλύτερης ταινίας (αφού το SAG βραβεύει καλύτερο καστ – γεγονός που χρίζει φιλμ με πολλαπλές υποψηφιότητες, αλλά ολιγομελές καστ, σαν το «Η Ζωή του Πι» φέτος, απρόβλεπτα μπαλαντέρ στα Όσκαρ). Ακόμα και έτσι, ωστόσο, οι παρεκκλίσεις (ενδεικτικά: πρώτος ρόλος στον Τζόνι Νεπ το SAG, στον Σον Πεν η Ακαδημία το 2004, σε Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και Ρενέ Ζελγουέγκερ το μεν, σε Έιντριεν Μπρόντι και Νικόλ Κίντμαν το δε το 2003, σε Τζούλι Κρίστι και Μαριόν Κοτιγιάρ, Μέριλ Στριπ και Κέιτ Γουίνσλετ, Βαϊόλα Ντέιβις και Μέριλ Στριπ, αντίστοιχα, το 2008, 2009 και πέρυσι) ούτε αξιοπερίεργες, ούτε σπάνιες είναι. Για διάφορους λόγους…
Πρώτον, η δυναμική ανάμεσα στους ψηφοφόρους των σωματείων, οι οποίοι κάνουν όλοι το ίδιο κινηματογραφικό επάγγελμα, διαφέρει σημαντικά από εκείνη μεταξύ των ψηφοφόρων των πολλών διαφορετικών κινηματογραφικών, επαγγελματικών κλάδων της Ακαδημίας (όχι τυχαία φέτος, ουκ ολίγοι από τους ηθοποιούς – μέλη της τελευταίας, δήλωσαν ανωνύμως απογοητευμένοι από την απουσία του Μπεν Άφλεκ στη σκηνοθεσία και φαίνονται αποφασισμένοι να του δώσουν την πρωτιά στην καλύτερη ταινία). Δεύτερον, το γεγονός πως η Ακαδημία είναι ποσοτικά πολύ μικρότερη από τα σωματεία τόσο στο σύνολο της, όσο – κυρίως – και στους επιμέρους κλάδους της (π.χ. εκείνος, ο σημαντικός, των σκηνοθετών μετρά μόλις 369 μέλη, μην ξεπερνώντας σε ποσοστό επί του συνόλου το 6,5%!), κάνει, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, εφικτές τις μεταξύ των μελών της συναντήσεις, συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων – διαδικασία που αποφέρει ένα πολύ πιο οργανικό, εκλεκτικό και ουσιαστικά συλλογικό αποτέλεσμα.
argo440
Τρίτον, ενώ τα σωματεία αναδεικνύουν τους νικητές τους, ψηφίζοντας την αξία δουλειάς συγκεκριμένων υποψηφίων σε συγκεκριμένη (ταινία το PGA, σκηνοθεσία το DGA, σενάριο το WGA) ή μια χούφτα κατηγορία/ες (πρώτων και δεύτερων ρόλων, καστ το SAG), αποκλείοντας ή αδιαφορώντας για οποιουσδήποτε πιθανούς συσχετισμούς, οι ψηφοφόροι των Όσκαρ αναδεικνύουν τους νικητές τους σε κάθε κατηγορία, λαμβάνοντας ταυτόχρονα, (σχεδόν) πάντα, υπόψη τους και τη λοιπή οσκαρική παρουσία της ταινίας στην οποία αυτοί συμμετέχουν. Τουτέστιν, αν και φέτος, όπως όλα δείχνουν, τα μεγάλα βραβεία μοιραστούν και η φόρα του «Επιχείρηση: Argo» δεν ανακοπεί, ένα «κουλό» αλλά πιθανό, πλέον, σενάριο για την 85η Απονομή είναι να θριαμβεύσει το φιλμ του Άφλεκ ως καλύτερη ταινία και να τιμηθούν / βολευτούν / παρηγορηθούν τα «Λίνκολν» και «Οδηγός Αισιοδοξίας» μέσω των Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και Τζένιφερ Λόρενς, αντίστοιχα, στους πρώτους ρόλους, και το «Η Ζωή του Πι» μέσω Ανγκ Λι στη σκηνοθεσία.
Και τέταρτον, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, τα studios των χαμένων στις απονομές των σωματείων αντεπιτίθενται, επαναπροσδιορίζοντας και φρεσκάροντας τις καμπάνιες τους μέχρι την απονομή των Όσκαρ, με σκοπό να ανατρέψουν στο νήμα τα φαβορί, ιδιαίτερα στις κατηγορίες όπου γίνεται ντέρμπι (βλέπε, φέτος, πρώτο γυναικείο και δεύτερο ανδρικό ρόλο).
(Μην) μου τα φαβορί τάραττε
Υπό το φως του παραπάνω «Περί ορέξως… κολοκυθόπιτα», αφενός η πρόσφατη, σταθερή ευστοχία των PGA (οι πέντε τελευταίοι νικητές του θριάμβευσαν και στα Όσκαρ) και DGA (9 φορές στις 10 την τελευταία δεκαετία οι επιλογές του συμφώνησαν με εκείνες της Ακαδημίας) φαντάζει πλέον… συμπτωματική. Και αφετέρου, η πανωλεθρία όλων των προγνωστικών στις φετινές υποψηφιότητες στη σκηνοθεσία (όπου τα outsider, Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, Μίκαελ Χάνεκε και Μπεν Ζάιτλιν, πέταξαν έξω τα φαβορί, Κάθριν Μπίγκελοου, Τομ Χούπερ και Μπεν Άφλεκ) μοιάζει λιγότερο παράλογη. Γιατί, στην πραγματικότητα, μόνο η περίπτωση Άφλεκ δε βγάζει νόημα (εκτός και αν παρασυρθούμε σε εξωπραγματικές… κατινιές του στιλ «βάλθηκαν οι σκηνοθέτες να τιμωρήσουν του ηθοποιούς που τους κλέβουν τη δουλειά και τα βραβεία»…).
zerodark440
Οι απανταχού σφόδρα αρνητικές αντιδράσεις για το «Zero Dark Thirty» της Μπίγκελοου, που κάποιοι, συμπεριλαμβανομένων και οσκαρικών ψηφοφόρων, κατηγόρησαν (και αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν) επειδή παρουσιάζει, λέει, τα βασανιστήρια ως «δικαιολογημένη και αποτελεσματική» μέθοδο ανάκρισης (κάτι, βέβαια, που ο κόσμος το έχει τούμπανο και η CIA κρυφό καμάρι), το στιγμάτισαν ως επικίνδυνα αμφιλεγόμενο και πάτησαν απότομα φρένο στην οσκαρική του πορεία. Όσον αφορά το Χούπερ, εξάλλου, παρά τους ψιθύρους (και τα tweet) για ενθουσιώδη ανταπόκριση στις πρώτες, «for your consideration», προβολές του, όταν το «Les Misérables» συνάντησε, επιτέλους, κοινό και κριτικούς, από τη μια όλοι υποκλίθηκαν ανεπιφύλακτα σε όλο το καστ γενικά, στους Ανν Χάθαγουεϊ και Χιου Τζάκμαν ειδικά, από την άλλη, όμως, εξέφρασαν αμφιβολίες για την ευστοχία σε ιδιαιτερότητες του φιλμ για το είδος του μιούζικαλ γενικά, και των σκηνοθετικών του επιλογών ειδικά. Έτσι, ούτε η προτίμηση στον – σκηνοθέτη του φετινού «πρωταθλητή» του Γουάινστιν, «Οδηγός Αισιοδοξίας» – Ο. Ράσελ, ούτε εκείνη στον – παραλήπτη της σκυτάλης από τους επίσης υποψηφίους στο παρελθόν Ακίρα Κουροσάουα, Λίνα Βερτμίλερ, Φρανσουά Τριφό, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Φεντερίκο Φελίνι – εκτός αμερικανικών συνόρων auteur του «Αγάπη», Χάνεκε, ξαφνιάζει, τελικά.
Αντίθετα, πολλές θεωρίες ακούστηκαν για τη λύση στο μυστήριο του αποκλεισμού του Άφλεκ, αλλά καμία αρκετά πειστική ή βάσιμη. Μέχρι που η εφημερίδα The New York Times αποκάλυψε τις δραματικές αλλαγές που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια στον «λιλιπούτειο», όπως τον χαρακτηρίζει, κλάδο των σκηνοθετών της Ακαδημίας, και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Παρατήρησε, λοιπόν, πως από το 2008 μέχρι σήμερα απεβίωσαν μερικοί από τους πιο θρυλικούς, «καθαρόαιμα» χολιγουντιανούς σκηνοθέτες / αγαπημένα παιδιά των studios, που ταυτόχρονα ήταν βετεράνοι οσκαρικοί ψηφοφόροι του κλασικού, «ακαδημαϊκού» γούστου, σαν τους Σίντνεϊ Πόλακ, Τζον Χιουζ, Μπλέικ Έντουαρντς και Σίντνεϊ Λουμέτ.
Για να αναπληρώσει το κενό τους, παραμένοντας ταυτόχρονα συνεπής στη, χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο φιλότιμη και συντονισμένη προσπάθειά της να αλλάξει το γερασμένο, συντηρητικό και παλιομοδίτικο προφίλ των μελών της, κάνοντάς το πιο φρέσκο, τολμηρό, πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό, η AMPAS προσκάλεσε και δέχτηκε ως μέλη της κάθε άλλο παρά συνήθεις υπόπτους: τους αδελφούς Νταρντέν (!), Φιλίπ Φαραλντό («Ο Εξαιρετικός Κύριος Λαζάρ»), Μισέλ Αζαναβίσιους («The Artist»), Μίκαελ Ρόσκαμ («Μοσχαροκεφαλή»), Γουόνγκ Καρ Γουάι, Γκρεγκ Αράκι, Νιλ Μπέργκερ («Ο Μάγος Αϊζενχάιμ»), Γιοτζίρο Τακίτα («Αναχωρήσεις»), Ζακ Οντιάρ, Λόνε Σέρφιγκ («Μια Κάποια Εκπαίδευση») και Τέρενς Μάλικ! Για την ακρίβεια, τονίζει η εφημερίδα, από τους 25 σκηνοθέτες που προσκλήθηκαν να γίνουν μέλη της Ακαδημίας τα τελευταία τρία χρόνια, μόνο ένας, ο Άνταμ Σάνκμαν («Hairspray» και «Rock of Ages») είναι παλαιάς, χολιγουντιανής κοπής.
oscar440
Συμπεράσματα που προκύπτουν από όλα τα παραπάνω; Δύο. Το ένα λέει πως με αφετηρία τούς πιο ολιγομελείς, και δη ευμετάβλητους κλάδους της, αργά αλλά σταθερά (την τελευταία εικοσαετία), πιο συνειδητά από ποτέ (μετά το 2010), η Ακαδημία αρχίζει να αλλάζει ταυτότητα, νοοτροπία και προσανατολισμό. Το… μονοκούκι σε αυστηρά στουντιακά, περισσότερο ή λιγότερο ακριβοθώρητα, μεγαλεπήβολα, ιστορικά «ευσυνείδητα» έπη εποχής (από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» μέχρι τα «Χορεύοντας με τους Λύκους», «Η Λίστα του Σίντλερ» και το ευφάνταστα «μπάσταρδο» chick flick του Τζέιμς Κάμερον, «Τιτανικός) και δακρύβρεχτες κοινωνικές μελούρες («Συνηθισμένοι Άνθρωποι», «Σχέσεις Στοργής», «Πέρα από την Αφρική») ανήκει (χρόνο με το χρόνο όλο και πιο) οριστικά στο παρελθόν. Τώρα, πια, «γουστάρει» να μοιράζει την αγάπη / σεβασμό / υποψηφιότητες / βραβεία της σε φιλμικά πλάσματα ενός σινεμά πιο ιδιοσυγκρασιακού – που επιτρέπει αμόλυντη (από κάθε είδους εξωγενείς επιταγές), απόλυτη δημιουργική ελευθερία και δύναμη στους λειτουργούς του (σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους, χρηματοδότες / υποστηρικτές του, και όχι μόνο). Ένα (όχι απαραίτητα) φθηνό σινεμά, που γεννιέται με κόπο, πείσμα και επιμονή, κόντρα σε όλα τα εμπόδια της κοινής λογικής, μην κάνοντας το χατίρι κανενός. Ένα σινεμά, δηλαδή, στο οποίο, παραδόξως, αλλά όχι άδικα χωράνε εξίσου και το δια χειρός Ντάνι Μπόιλ μετά-Bollywood «Slumdog Millionaire» των 8 Όσκαρ, και ο επίλογος της ποικιλοτρόπως καινοτόμας κινηματογραφικής τριλογίας με περίφημη λογοτεχνική καταγωγή «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά» του Πίτερ Τζάκσον και των 11 Όσκαρ, και το χειροποίητο, ασπρόμαυρο και βουβό «The Artist» των 5 Όσκαρ, αλλά και η high-tech, ρηξικέλευθα καινοτόμα στη σύνθεσή της, οικολογικής ευαισθησίας κοσμογονική φαντασμαγορία επιστημονικής φαντασίας του Κάμερον «Avatar» με τις 9 υποψηφιότητες και τα 3… τεχνικά Όσκαρ.
avatar440
Ταυτόχρονα, βέβαια, (κακές) συνήθειες και (ασφαλείς, βολικές) παραδόσεις 80 και κάτι χρόνων είναι δύσκολο να πάψουν. Έτσι και φέτος, οι οσκαρικές υποψηφιότητες μαρτυρούν απροκάλυπτα αφενός τη μανία της Ακαδημίας με τα αληθινά, συχνά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (μαζί με τη Μάργκαρετ Θάτσερ της Μέριλ Στριπ, 63 είναι μέχρι στιγμής οι ηθοποιοί που πήραν Όσκαρ ενσαρκώνοντας υπαρκτά πρόσωπα, σε 40 πρώτους και 23 δεύτερους ρόλους!), και αφετέρου την αδιαφορία της για τα φιλμ της λεγόμενης pop κουλτούρας. Τουτέστιν, η νέτη – σκέτη, αυθεντική, εμπορικά και καλλιτεχνικά επιτυχημένη (έξω φυσικά, και ουχί στο… Ελληνιστάν) κωμωδία «Ted», και φέτος (όπως πέρυσι, με τις παρούσες μόνο σε πρωτότυπο σενάριο και δεύτερο ρόλο «Φιλενάδες») πήρε τον… εεε… δύο ειδικές μνείες της παρηγοριάς: υποψηφιότητα για Όσκαρ τραγουδιού και την επιλογή του δημιουργού της, Σεθ ΜακΦάρλεϊν, ως οικοδεσπότη της απονομής. Πλην της κωμωδίας, εξάλλου, η Ακαδημία για πολλοστή φορά, επίσης, έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα σε βασικές κατηγορίες: στην πρωτότυπη, αναπάντεχα μεγάλης καρδιάς, επιστημονική φαντασία («Looper») και το blockbuster υπέρ-ηρωικής και μη δράσης, παρόλο που φέτος, στα καλύτερά του, κατέκτησε αμαχητί, όχι μόνο τα πλήθη του κοινού, αλλά και των κριτικών, χάρη στους «Εκδικητές» τού – λατρεμένου nerd – Τζος Γουίντον και στον – κατά πολλούς ευστοχότερο Τζέιμς Μποντ της Ιστορίας – «Skyfall» του ήδη οσκαρούχου Σαμ Μέντες.
skyfall440
Το άλλο, έτερο συμπέρασμα, προειδοποιεί τον Άφλεκ και την παρέα του για συγκρατημένη αισιοδοξία τη βραδιά της απονομής. Μπορεί η «Επιχείρηση: Argo» να έχει σαρώσει ό,τι προ-οσκαρικό βραβείο υπάρχει, όντας μια ταινία για το Χόλιγουντ και την εν δυνάμει (και πολιτική) επιρροή του στην πραγματικότητα, εκτός, όμως, από την αλλαγή (ακόμα, βέβαια, μικρή και στην αρχή της) στις διαθέσεις της Ακαδημίας που διακρίναμε παραπάνω, η φετινή ψηφοφορία κρύβει και άλλες, μεγάλες, όσο ποτέ άλλοτε, παγίδες. Όχι μόνο επειδή η δυναμική μεταξύ των κλάδων της Ακαδημίας είναι πρωτοφανώς αστάθμητη και ανταγωνιστική οπότε, ακόμα και αν σύσσωμοι ηθοποιοί (1.172) και παραγωγοί (450) υποστηρίξουν πεισματικά το «Argo», δεν μπορούν να του εγγυηθούν τη νίκη, αφού και αθροιστικά δεν ξεπερνούν το 40% επί του συνόλου των οσκαρικών ψηφοφόρων, και το υπόλοιπο, άνω του 60% αποτελείται από τους πιο ολιγομελείς και ανανεωμένους κλάδους (που ενδέχεται να φρίξουν στην ιδέα / τεράστιο πισωγύρισμα του να βραβεύσουν – α λα το εν έτει 1989, «Ο Σοφέρ της Κυρίας Νταίζυ» – ως καλύτερη ταινία ένα φιλμ που δε σκόραρε ταυτόχρονη υποψηφιότητα στη σκηνοθεσία). Ούτε γιατί και τις προηγούμενες δύο φορές που ο νικητής του DGA (το 1996, ο Ρον Χάουαρντ για το «Απόλλων 13», και το 1987, ο Σπίλμπεργκ για «Το Πορφυρό Χρώμα») ήταν απών στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ σκηνοθεσίας, δεν πήρε τελικά εκδίκηση με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας (ο πρώτος έχασε από το «Braveheart», ενώ ο δεύτερος από το «Πέρα Από την Αφρική». Ούτε τέλος, επειδή, όπως προείπα, managers, ατζέντηδες και στουντιακοί ιθύνοντες των έως τώρα χαμένων δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη στις οσκαρικές καμπάνιες τους. Αλλά κυρίως επειδή, αντίθετα με όλους του άλλους (Ενώσεις Κριτικών, Χρυσές Σφαίρες, σωματεία), φέτος τα μέλη της Ακαδημίας ψήφισαν εντελώς διαφορετικά από ό,τι είχαν μάθει μέχρι πέρυσι…
Το μυαλό θέλει, το σώμα (ακόμα) αδυνατεί
Όπου μυαλό οι ιθύνοντες (εκάστοτε Πρόεδρος και Διοικητικό Συμβούλιο) της Ακαδημίας, και σώμα τα μέλη της. Οι μεν, μεταξύ άλλων, πρέπει να φροντίσουν για την ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας για τα Όσκαρ, της τελετής απονομής τους και της τηλεοπτικής, εμπορικής επιτυχίας της τελευταίας. Οι δε οφείλουν απλά να ψηφίσουν δις (πρώτα για τους υποψηφίους και μετά για τους νικητές). Όσο, όμως, προσπαθούν οι μεν να ανατρέψουν τις σταθερά φθίνουσες τηλεθεάσεις (την τελευταία 20ετία, κορυφή έπιασε η χρονιά του «Τιτανικού» με 34.9%, πάτο εκείνη του «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» με 18.7%, ενώ με το «Ο Λόγος του Βασιλιά», το 2011, έφτασε μέχρι το 21.2%) του λουσάτου, τρίωρου (στην καλύτερη περίπτωση) υπερθεάματος της Απονομής, τόσο τους υπονομεύουν οι δε με τις επιλογές τους.
84h440
Καθώς είδε και αποείδε, λοιπόν, με την ανικανότητα του κατά 94% λευκού, κατά 77% αρσενικού και κατά 84% άνω των 50 ετών «σώματος» να συμπεριλάβει στην εν δυνάμει δεκάδα (από το 2010 και μετά) της καλύτερης ταινίας πιο ελκυστικά στους τηλεθεατές φιλμ, το «μυαλό» βάλθηκε να του ταράξει τις ισορροπίες και να το φρεσκάρει δραματικά. Έτσι, το περασμένο καλοκαίρι οι αναπάντεχες, τολμηρές, ακραία εναλλακτικές και πολυπολιτισμικές επιλογές του, όσον αφορά τα νέα μέλη του σκηνοθετικού κλάδου, συνοδεύτηκαν από ανάλογου πνεύματος προσθήκες στους ηθοποιούς (Μισέλ Γεό, Κέρι Γουόσινγκτον και Άντι Σέρκις, μεταξύ άλλων), στους καλλιτεχνικούς διευθυντές (π.χ. την Μαρία Τζούρκοβιτς του υποβλητικά ατμοσφαιρικού «Και ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι»), στους διευθυντές φωτογραφίας (ενδεικτικά, τον «πολυμορφικού» έργου Άλβιν Κούτσλερ των «Hanna» και «Sunshine»), και όχι μόνο. Συνολικά, «μυαλό» και «σώμα» υποδέχτηκαν 176 νέα μέλη, ενώ παράλληλα, το μεν άρχισε να απλοποιεί και να εκλογικεύει τίτλους και εκλογικούς κανόνες στις πιο αναίτια ιδιάζουσες κατηγορίες του.
Έτσι εκείνες των ειδικών εφέ και του τραγουδιού, με τις έως τώρα περίπλοκες προκριματικές ψηφοφορίες, δεν περιορίζονται πλέον στους τρεις, κολοβούς υποψηφίους, για τα ντοκιμαντέρ και τις μικρού μήκους ταινίες (live action και animation) ψηφίζουν πλέον όλα τα μέλη της Ακαδημίας, η κατηγορία του μακιγιάζ μετονομάστηκε σε «μακιγιάζ και κούρεμα» και οι προκριματικοί όροι της ξενόγλωσσης ταινίας έγιναν λιγότερο αυστηροί (άντε, με το καλό, να ψηφίζουν όλοι και για αυτή).
Η απόλυτη κίνηση ματ, όμως, στην οποία προέβη φέτος το κέντρο αποφάσεων της AMPAS, ήταν να μεγαλώσει μεν την περίοδο ψηφοφορίας για τις οσκαρικές υποψηφιότητες από 4 σε 6 εβδομάδες, μετατοπίζοντάς την, όμως, ταυτόχρονα κατά 15 μέρες νωρίτερα. Και αυτό για να προλάβει τις επιλογές των Χρυσών Σφαιρών και των Σωματείων, ώστε τα μέλη της να ψηφίσουν πιο ανεπηρέαστα και όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά. Τι κι αν έγινε μικρό και ασήμαντο ή μεγάλο και καταλυτικό (ανάλογα με το ποιον θα ακούσεις) μπάχαλο με τα διαδικτυακά ψηφοδέλτια που εγκαινίασε φέτος για μεγαλύτερη ευκολία, προκαλώντας παράπονα και άγχος στα μέλη της που δεν μπορούσαν να μπουν στο σύστημα και χρίζοντας τελευταία στιγμή απαραίτητη και τη χρήση των… παραδοσιακών, χάρτινων ψηφοδελτίων; Το αποτέλεσμα ήταν όσο απρόβλεπτο, αμφιλεγόμενο και – φαινομενικά, τουλάχιστον – αψυχολόγητο ήλπιζε το «μυαλό», πατώντας τόσο κόκκινο στο σασπένς για το ποιοι, τελικά, θα φύγουν με το χρυσό αγαλματάκι (αν μη τι άλλο στη σκηνοθεσία, που είναι και ένα από τα βραβεία που ανακοινώνονται στο τέλος της απονομής) το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου, όσο και, κατά συνέπεια, γκάζι στα μηχανάκια τηλεθέασης. Και του χρόνου, βρε, με το θριαμβευτή όλων των άλλων, προηγούμενων βραβείων, απόντα και από την οσκαρική καλύτερη ταινία!
Κινούμενος επιθετικά στις αγορές των Φεστιβάλ του Sundance ή των Καννών, ως διανομέας, ή ακονίζοντας το ταλέντο περισσότερο ή λιγότερο προκλητικών σκηνοθετών (Ταραντίνο, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Άντονι Μινγκέλα, Τοντ Χέινς, Στίβεν Ντάλντρι) και θέτοντας μερικά από αυτά υπό την αποκλειστική του προστασία, ως παραγωγός, ο Χάρβεϊ έκανε τόσο (εμπορικά βιώσιμη) μόδα το (φτηνό) ανεξάρτητο σινεμά του δημιουργού, που όλα τα studios αναγκάστηκαν να ιδρύσουν θυγατρικές εταιρείες για να υποστηρίξουν τα πιο low profile, «κουλτουριάρικα» παιδιά τους (Fox Searchlight η FOX, Paramount Vantage η Paramount, Sony Pictures Classics η Sony κλπ), και να τον συναγωνιστούν. Έτσι, το κινηματογραφικό περιθώριο βρήκε στέγη στο mainstream και οι οσκαρικές υποψηφιότητες αναδείχθηκαν ως το πιο αποτελεσματικό (και ολιγοδάπανο) μέσο προώθησής του.
Άνευ άνομων μέσων, αφού κανονισμοί και κανόνες δεοντολογίας της Ακαδημίας τα χρίζουν αδύνατα, ο Χάρβεϊ ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πώς να στήνει ιδιοφυείς καμπάνιες για τις καλλιτεχνικών προδιαγραφών και προσδοκιών ταινίες του, πατώντας τα κατάλληλα κουμπιά των ψηφοφόρων της Ακαδημίας. Φέτος, όχι μόνο κατάφερε να βάλει με δύναμη στο οσκαρικό παιχνίδι: α) τον Ταραντίνο, με το κωμικό και splatter… μετα-γουέστερν του, «Django, Ο Τιμωρός», κόντρα στις διαμαρτυρίες για χλευασμό και εμπορική εκμετάλλευση της δουλείας, β) τον εξωφρενικά εκκεντρικό και αντικοινωνικό Χοακίν Φίνιξ στην πεντάδα του πρώτου ρόλου, παρά το παραλήρημά του εναντίον του θεσμού αλλά και γ) την απλά… περαστική από το «The Master» (χρήσιμη μόνο ως στόχος του λανθάνοντος μισογυνισμού του) Έιμι Άνταμς στον δεύτερο ρόλο.
Πάνω απ’ όλα, όμως, σε μια χρονιά αβάσταχτων ιστορικοπολιτικών («Λίνκολν»), πολεμικών («Zero Dark Thirty») και κοινωνικο-οικολογικών («Αγάπη», «Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου») φιλμικών καταγγελιών, ανέδειξε το όνομα και πράγμα «Οδηγός Αισιοδοξίας» ως ιδανικό αντίδοτο – αντιπρόταση. Με υποψηφιότητες και στις πέντε μεγάλες κατηγορίες (ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, πρώτοι ρόλοι), συν στους δύο – ανδρικό και γυναικείο – δεύτερους ρόλους (ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του «Οι Κόκκινοι», από το 1981!), όχι μόνο απειλεί να κάνει την α λα «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» έκπληξη, αλλά φέρνει και την πρωταγωνίστριά του, Τζένιφερ Λόρενς, σε απόσταση αναπνοής από το πρώτο της κερδισμένο Όσκαρ (ιδιαίτερα αν το φιλμ δεν κάνει την έκπληξη στην κατηγορία ταινίας, και η Ακαδημία θελήσει να τιμήσει μέσω αυτής και τους θαυμάσιους συμπρωταγωνιστές της). Όχι τυχαία, η… εύστροφη ηθοποιός μνημόνευσε ευφάνταστα τον Χάρβεϊ στους ευχαριστήριους λόγους της, τόσο στις Σφαίρες, όσο και στα SAG (όπου τον αποκάλεσε «κατεργάρη»).
Μοναδικό, απρόβλεπτο παραπάτημά του φέτος ήταν η αδυναμία του να εξασφαλίσει στο «Άθικτοι» μια θέση στην πεντάδα της ξενόγλωσσης ταινίας (τουλάχιστον). Αυτή, όμως, ψηφίζεται από ξεχωριστή, ειδική ομάδα μελών και… πόσα κομμάτια να γίνει κανείς, για να πείσει τους πάντες;
Την καμπάνια πολλοί εμίσησαν, το βραβείο ουδείς
Απορία και δυσαρέσκεια προκάλεσε σε πολλούς η υποψηφιότητα του Χοακίν Φίνιξ για το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Όχι (μόνο) γιατί δεν τους / μας άρεσε το λατρεμένο μεγάλης μερίδας των κριτικών, υπερτιμημένο «The Master». Ούτε (μόνο) επειδή στην ουσία ο Χοακίν παίζει τον εαυτό του, τονίζοντας υπερβολικά (και δη κάνοντας αποκρουστικά) τα σωματικά του ελαττώματα. Αλλά κυρίως γιατί έβγαλε προσβλητικά τη γλώσσα του στο θεσμό. «Θεωρώ πως είναι μεγάλη, απόλυτη μαλακία και δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτήν», είπε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Interview, τον περασμένο Οκτώβριο. Και συνέχισε: «Δεν πιστεύω στα Όσκαρ. Είναι ένα καρότο – το καρότο με την πιο απαίσια γεύση που δοκίμασα ποτέ στη ζωή μου. Είναι τελείως υποκειμενικά. Το να θέτεις ανθρώπους εναντίων ανθρώπων… είναι το πιο ηλίθιο πράγμα σε όλο τον κόσμο».
Η αλήθεια είναι πως, αν λάβουμε υπόψη ότι σε άλλο μέρος τής εν λόγω συνέντευξης παραδέχτηκε πως δε θεωρεί εαυτόν υπεράνω των βραβείων, απλά αισθάνεται εξαιρετικά άβολα και αμήχανα με ό,τι συνεπάγεται μια οσκαρική υποψηφιότητα (την προσοχή, την εκβιαστικά καλή, πολιτικά ορθή δημόσια διαγωγή κατά την παρέλαση από όσα βραβεία προηγούνται των Όσκαρ), γίνεται κατανοητό ότι ο Φίνιξ δεν έχει τόσο πρόβλημα με τα Όσκαρ αυτά καθαυτά, όσο με την αναπόφευκτη καμπάνια που προηγείται της απονομής τους. Η αλήθεια, όμως, είναι, πως ανεξάρτητα από το όποιο πρόβλημα και τις δηλώσεις του Φίνιξ, ή ίσως και εξαιτίας τους, η Ακαδημία τον προτίμησε τελικά, αδικώντας κατάφωρα τον πάντα, αθόρυβα ουσιαστικό και gentleman (παρόντα – αντίθετα με όλους τους συναδέλφους του, που επίσης δεν εξασφάλισαν, τελικά, οσκαρική υποψηφιότητα – και στις Χρυσές Σφαίρες, και στα SAG), Τζον Χοκς («The Sessions»).
Γιατί, τελευταία, τίποτα άλλο δε θέλει διακαώς να αποδείξει περισσότερο, βροντοφωνάζοντάς το, η Ακαδημία, από την τακτική της να αποφασίζει και να ψηφίζει βάσει της αξίας δουλειάς, και δη της ποιότητας του έργου και μόνο, κάθε υποψηφίου, ανεπηρέαστη από οτιδήποτε συμβαίνει εκτός οθόνης (προσωπική ζωή, συμπεριφορά, δηλώσεις και, ναι, οσκαρική καμπάνια). Με άλλα λόγια να πείσει για το ακριβώς αντίθετο από αυτό που της καταλογίζει ο Φίνιξ: την αφοσίωσή της στην όσο το δυνατόν πιο εφικτή αντικειμενικότητα. Για την οποία εξάλλου, όχι τυχαία, την ευχαρίστησε και πρόπερσι η Μελίσα Λίο, που επικράτησε στον δεύτερο ρόλο με το «The Fighter», παρά την ανεκδιήγητη, αυτοσχέδια οσκαρική της καμπάνια. Μόνο που η δική της ερμηνεία (αντίθετα με εκείνη του Φίνιξ) δεν άφηνε εξ αρχής περιθώρια αμφισβήτησης και αψιμαχιών…
Είπε ο πρώτος ρόλος τον δεύτερο… κεφάλα
Όσο, όμως, η Ακαδημία αγωνίζεται για άνευ προκαταλήψεων και επιρροών αντικειμενικότητα, τόσο η αδυναμία της να ξεκαθαρίσει τα όρια ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο ρόλο τής βάζει συστηματικά τρικλοποδιά. Η φετινή είναι μια ακόμη από εκείνες τις χρονιές κατά τις οποίες η… αριθμητική δε βγαίνει στην εξίσωση μοιράσματος των υποψηφίων στους πρώτους και δεύτερους ρόλους. Αφενός, ο Κρίστοφ Βαλτς διεκδικεί με αξιώσεις το Όσκαρ δεύτερου ρόλου, παρόλο που η – όλα τα λεφτά – ερμηνεία του στο «Django, Ο Τιμωρός» είναι σαφέστατα ενός πρώτου ρόλου: επιβλητικά παρούσα στο φιλμ, πλην τα τελευταία, περίπου 15 λεπτά του. Λεπτά, που πάνω – κάτω αποτελούν το χρόνο παρουσίας των περισσοτέρων συνυποψηφίων του (πλην του «The Master» Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, που, επίσης, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί πρώτος ρόλος) στα αντίστοιχα δικά τους φιλμ.
amour440
Αφετέρου, η Εμανουέλ Ριβά εξασφάλισε μια θέση στην πεντάδα του πρώτου ρόλου, χάρη στον τυπικά πρώτο γυναικείο ρόλο, αλλά ουσιαστικά πιο δεύτερο και από εκείνον της κόρης του ηλικιωμένου ζευγαριού, Ιζαμπέλ Ιπέρ, του «Αγάπη». Γιατί, με όλο το σεβασμό στο έργο και στην ιστορία της κυρίας Ριβά, ως υπό αξιολόγηση ερμηνεία / πλάσιμο χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί μόνο το κομμάτι της δουλειάς της κατά το οποίο η ηρωίδα της στέκεται ακόμα στα πόδια της και επικοινωνεί. Πριν το εγκεφαλικό τής στερήσει την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά της, αφήνοντάς τη να βογκά (μόνο) ακατάπαυστα για τα 2/3 της ταινίας. Συγγνώμη, αλλά αυτό όχι μόνο μπορεί να το κάνει εξίσου καλά οποιοσδήποτε, αλλά το κάνει (διαπεραστικά αποτελεσματικά) και η συνυποψήφιά της, Ναόμι Γουάτς στο «The Impossible», διατηρώντας, όμως, στο ακέραιο την αξιοπρέπεια, την ανθρωπιά και την προσωπικότητα της ηρωίδας της (ίσως γιατί, αντίθετα με το Χάνεκε, ο σκηνοθέτης της, Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα, δεν είναι μισάνθρωπος…).
Η αμφιβολία για το σε ποια, τελικά, κατηγορία θα παίξει η Ριβά ήταν προφανής σε όλες τις αρχικές, πρώιμες προβλέψεις για τη φετινή κούρσα. Και αποτέλεσε επανάληψη των αντίστοιχων περσινών, προτού η πρωταγωνίστρια του «The Artist», Μπερενίς Μπεζό, καταλήξει υποψήφια στο δεύτερο ρόλο. Και όχι μόνο. Το 2007 το μικρό (σε ηλικία), μεγάλο (σε ερμηνεία) αστέρι του «Little Miss Sunshine», Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν, χώρεσε αδίκως μόνο στον δεύτερο ρόλο, όπως ακριβώς και ο φωτισμένος Χέιλι Τζόελ Όσμεντ της «Έκτης Αίσθησης», 7 χρόνια νωρίτερα. Το 2006 ο Χιθ Λέτζερ αγωνίστηκε στον πρώτο ρόλο, ενώ ο Τζέικ Τζίλενχολ στον δεύτερο, αν και ήταν – εξόφθαλμα – το πρωταγωνιστικό ντουέτο του «Το Μυστικό του Brokeback Mountain», όπως ακριβώς είχε συμβεί και το 2002 με τους Ντενζέλ Γουόσινγκτον και Ίθαν Χοκ, αντίστοιχα, του «Μέρα Εκπαίδευσης». Το 2003, τέλος, η Νικόλ Κίντμαν θριάμβευσε στον πρώτο ρόλο ως Βιρτζίνια Γουλφ, παρά τα μόλις 28 λεπτά (συγκλονιστικής, είναι αλήθεια) παρουσίας της στο «Οι Ώρες»! Χρόνος που ήταν σημαντικά λιγότερος σε σύγκριση με εκείνον τόσο των συνυποψηφίων της, όσο και των συμπρωταγωνιστριών της, Μέριλ Στριπ (42 λεπτά) και – υποψήφιας στον δεύτερο ρόλο! – Τζουλιάν Μουρ (33 λεπτά).
thehours440
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο, τα πιο ακραία, ίσως, παραδείγματα της… θολούρας που επικρατεί όσον αφορά τον προσδιορισμό πρώτου και δεύτερου ρόλου. Σε κάθε περίπτωση, η Ακαδημία επιμένει ότι η απόφαση αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των μελών / ψηφοφόρων της. Πώς, όμως, μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, και δη άνευ προκατάληψης ή επιρροής, όταν της ψηφοφορίας τους προηγείται ένας, κάθε άλλο παρά κρυφός, σκληρός μαραθώνιος μεταξύ των studios και της οσκαρικής καμπάνιας καθενός; Καμπάνια στρατηγικών επιλογών, που προφανώς προωθεί συγκεκριμένες ερμηνείες, σε συγκεκριμένες κατηγορίες, ανάλογα με τις πιθανότητες καθεμιάς είτε να σκοράρει υποψηφιότητα (Μπεζό, Μπρέσλιν, Τζίλενχολ…), είτε ακόμα και νίκη (Κίντμαν, Γουόσινγκτον…).
Έτσι (για να σταθούμε μόνο στην πιο χαρακτηριστική και πολυσυζητημένη από τις παραπάνω ιστορικές περιπτώσεις), πριν από μια δεκαετία, εξομολογημένα, οι Miramax και Paramount αποφάσισαν όχι μόνο να εκμεταλλευτούν τις διθυραμβικές κριτικές για τη Γουλφ της Κίντμαν (σε συνδυασμό με την ορμητική συμπάθεια του Χόλιγουντ στο πρόσωπο της τελευταίας, εξαιτίας του, πρόσφατου τότε, άσχημου χωρισμού της από τον Τομ Κρουζ), αλλά και να αποφύγουν την άμεση – και πιθανόν μοιραία και για τις τρεις τους - κόντρα της με τις συμπρωταγωνίστριές της, Μουρ και Στριπ (για το «Adaptation») στον δεύτερο ρόλο, ρίχνοντάς την εύστοχα στην αρένα του πρώτου ρόλου.
waltz440
Παρομοίως, και φέτος, τα studios έκαναν, βάση στυγνών υπολογισμών, τα κουμάντα τους: η Weinstein Co. κατάλαβε πως η σαρωτική (λατρεμένη κοινού και κριτικών) ερμηνεία του Βαλτς ήταν απίθανο να χωρέσει στον πρώτο ρόλο (όπου εξάλλου ήθελε να εξασφαλίσει μια θέση για τους επίσης «δικούς» της, Μπράντλεϊ Κούπερ και Φίνιξ), οπότε τον έσπρωξε επιτυχώς στον δεύτερο. Η Sony Pictures Classics, από την πλευρά της, αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τόσο τη φόρα (από τα φεστιβάλ, τις κριτικές και την εξαιρετική πορεία του στη διεθνή arthouse διανομή) του «Αγάπη», όσο και το σεβασμό που τρέφει σύσσωμη η κινηματογραφική κοινότητα στην εμβληματική πρωταγωνίστρια του «Χιροσίμα, Αγάπη Μου», Ριβά, ώστε να τη δει να φιγουράρει στον πρώτο ρόλο, κάνοντας, μάλιστα, ρεκόρ ως η μεγαλύτερη σε ηλικία (84 χρόνων) υποψήφια στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Και έτσι, όσο η Ακαδημία αρνείται, κακόγουστα ίσως, σίγουρα, όμως, πιο αξιοκρατικά, να θέσει συγκεκριμένα (χρονικά έστω) όρια, που να προσδιορίζουν πιο ξεκάθαρα τη διαφορά ανάμεσα σε πρώτο και δεύτερο ρόλο, θα συνεχίσει να… λούζεται τις κατηγορίες (σαν αυτές του Φίνιξ) για υποκειμενικότητα και (ακόμα χειρότερα) συμμετοχή / συνενοχή της στα εμπορικά παιχνίδια των παραγωγών…
Περί ορέξεως… κολοκυθόπιτα
Τα Όσκαρ, που φέτος θα γιορτάσουν την 85η απονομή τους, έπαιζαν για πολλά χρόνια χωρίς ισχυρό αντίπαλο, που να προϊδεάζει έστω λίγο για τις τάσεις, τις προτιμήσεις και το γούστο τους. Οι Χρυσές Σφαίρες (που καμία σχέση δεν έχουν με μέλη και κανόνες της Ακαδημίας μεν, αποτελούν ιδανική πλατφόρμα μέσω της οποίας studios και ατζέντηδες προσελκύουν προσοχή και ενδιαφέρον για τα πιο δυνατά, «οσκαρικά» χαρτιά τους δε), είναι κατά 15 χρόνια «νεότερες», αφού έκλεισαν φέτος τα 70 τους χρόνια. Σημαντικά γηραιότερες, δηλαδή, από τα – σαφώς πιο επιδραστικά στην οσκαρική ψηφοφορία – βραβεία των σωματείων των διαφόρων επαγγελματιών του (χολιγουντιανού) σινεμά, μέλη των οποίων είναι και μέλη της Ακαδημίας: 65 ετών έγιναν φέτος εκείνα των σκηνοθετών (DGA), 64 των σεναριογράφων (WGA), 24 των παραγωγών (PGA) και μόλις 19 των ηθοποιών (SAG).
Την τελευταία 20ετία, όμως, από τότε δηλαδή που το ανεξάρτητο, αμερικανικό σινεμά μπήκε δυναμικά στο mainstream (βλέπε «Γουάινστιν φυγείν αδύνατον»), τα δεδομένα ανατράπηκαν: συχνά, πλέον, η εμπορική επιτυχία και, ως ένα βαθμό, η κριτική αποδοχή μιας ταινίας δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την οσκαρική της πορεία – αντίστροφα, οι οσκαρικές προδιαγραφές μιας ταινίας αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπορική επιτυχία και, ως ένα βαθμό, την κριτική αποδοχή της. Κατά συνέπεια, οι ψηφοφορίες και τα βραβεία των παραπάνω, που προηγούνται εκείνων της AMPAS, θεωρούνται και ιδανικές ευκαιρίες προώθησης / προβολής των οσκαρικών διεκδικητών και φερέγγυα βαρόμετρα για το προς τα πού θα κινηθούν, τελικά, τα αντίστοιχα, κερδισμένα Όσκαρ.
Λαμβάνοντας υπόψη την αριθμητική σύνθεση και τον τρόπο ψηφοφορίας κάθε σωματείου σε σύγκριση με εκείνα της Ακαδημίας, οι κάποιες αναντιστοιχίες στους υποψήφιους των μεν και της δε θεωρούνται κάθε χρόνο αναμενόμενες και φυσιολογικές. Συγκεκριμένα, για τη διαμόρφωση των – κινηματογραφικών και τηλεοπτικών – προτιμήσεων των σωματείων, ψηφίζουν μικρές, προεπιλεγμένες επιτροπές από τα μέλη του στα ανά τις αμερικάνικες Πολιτείες παραρτήματά του, ενώ τους νικητές επιλέγουν όλα τα μέλη καθενός, που ξεπερνούν τις 12.000 ή ακόμα και τις 100.000 (οι ηθοποιοί, μετά τη συγχώνευσή τους με το AFTRA)! Για τις – αποκλειστικά κινηματογραφικές – οσκαρικές υποψηφιότητες από την άλλη, ψηφίζει κάθε επαγγελματική ομάδα της AMPAS για τον κλάδο της (οι ηθοποιοί τους ηθοποιούς, οι σκηνοθέτες τους σκηνοθέτες, κοκ, και όλοι μαζί για την καλύτερη ταινία), ενώ τους νικητές τους διαλέγουν σύσσωμοι οι ψηφοφόροι της (πλην κάποιων κατηγοριών, ειδικής μεταχείρισης, όπως εκείνη της ξενόγλωσσης ταινίας).
ampas440
Τα μέλη της Ακαδημίας, όμως, δεν ξεπερνούν τις 6.000 (5.856, για την ακρίβεια, φέτος), εκ των οποίων τα περισσότερα, σε ποσοστό 22% (1.172) είναι ηθοποιοί. Γι’ αυτό και οι προτιμήσεις του SAG, θεωρούνται κάθε χρόνο ενδεικτικότερες όλων για το ποιοι θα θριαμβεύσουν, κατά πρώτο λόγο στις αντίστοιχες πεντάδες ερμηνείας, και δευτερευόντως σε εκείνη της καλύτερης ταινίας (αφού το SAG βραβεύει καλύτερο καστ – γεγονός που χρίζει φιλμ με πολλαπλές υποψηφιότητες, αλλά ολιγομελές καστ, σαν το «Η Ζωή του Πι» φέτος, απρόβλεπτα μπαλαντέρ στα Όσκαρ). Ακόμα και έτσι, ωστόσο, οι παρεκκλίσεις (ενδεικτικά: πρώτος ρόλος στον Τζόνι Νεπ το SAG, στον Σον Πεν η Ακαδημία το 2004, σε Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και Ρενέ Ζελγουέγκερ το μεν, σε Έιντριεν Μπρόντι και Νικόλ Κίντμαν το δε το 2003, σε Τζούλι Κρίστι και Μαριόν Κοτιγιάρ, Μέριλ Στριπ και Κέιτ Γουίνσλετ, Βαϊόλα Ντέιβις και Μέριλ Στριπ, αντίστοιχα, το 2008, 2009 και πέρυσι) ούτε αξιοπερίεργες, ούτε σπάνιες είναι. Για διάφορους λόγους…
Πρώτον, η δυναμική ανάμεσα στους ψηφοφόρους των σωματείων, οι οποίοι κάνουν όλοι το ίδιο κινηματογραφικό επάγγελμα, διαφέρει σημαντικά από εκείνη μεταξύ των ψηφοφόρων των πολλών διαφορετικών κινηματογραφικών, επαγγελματικών κλάδων της Ακαδημίας (όχι τυχαία φέτος, ουκ ολίγοι από τους ηθοποιούς – μέλη της τελευταίας, δήλωσαν ανωνύμως απογοητευμένοι από την απουσία του Μπεν Άφλεκ στη σκηνοθεσία και φαίνονται αποφασισμένοι να του δώσουν την πρωτιά στην καλύτερη ταινία). Δεύτερον, το γεγονός πως η Ακαδημία είναι ποσοτικά πολύ μικρότερη από τα σωματεία τόσο στο σύνολο της, όσο – κυρίως – και στους επιμέρους κλάδους της (π.χ. εκείνος, ο σημαντικός, των σκηνοθετών μετρά μόλις 369 μέλη, μην ξεπερνώντας σε ποσοστό επί του συνόλου το 6,5%!), κάνει, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, εφικτές τις μεταξύ των μελών της συναντήσεις, συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων – διαδικασία που αποφέρει ένα πολύ πιο οργανικό, εκλεκτικό και ουσιαστικά συλλογικό αποτέλεσμα.
argo440
Τρίτον, ενώ τα σωματεία αναδεικνύουν τους νικητές τους, ψηφίζοντας την αξία δουλειάς συγκεκριμένων υποψηφίων σε συγκεκριμένη (ταινία το PGA, σκηνοθεσία το DGA, σενάριο το WGA) ή μια χούφτα κατηγορία/ες (πρώτων και δεύτερων ρόλων, καστ το SAG), αποκλείοντας ή αδιαφορώντας για οποιουσδήποτε πιθανούς συσχετισμούς, οι ψηφοφόροι των Όσκαρ αναδεικνύουν τους νικητές τους σε κάθε κατηγορία, λαμβάνοντας ταυτόχρονα, (σχεδόν) πάντα, υπόψη τους και τη λοιπή οσκαρική παρουσία της ταινίας στην οποία αυτοί συμμετέχουν. Τουτέστιν, αν και φέτος, όπως όλα δείχνουν, τα μεγάλα βραβεία μοιραστούν και η φόρα του «Επιχείρηση: Argo» δεν ανακοπεί, ένα «κουλό» αλλά πιθανό, πλέον, σενάριο για την 85η Απονομή είναι να θριαμβεύσει το φιλμ του Άφλεκ ως καλύτερη ταινία και να τιμηθούν / βολευτούν / παρηγορηθούν τα «Λίνκολν» και «Οδηγός Αισιοδοξίας» μέσω των Ντάνιελ Ντέι-Λιούις και Τζένιφερ Λόρενς, αντίστοιχα, στους πρώτους ρόλους, και το «Η Ζωή του Πι» μέσω Ανγκ Λι στη σκηνοθεσία.
Και τέταρτον, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, τα studios των χαμένων στις απονομές των σωματείων αντεπιτίθενται, επαναπροσδιορίζοντας και φρεσκάροντας τις καμπάνιες τους μέχρι την απονομή των Όσκαρ, με σκοπό να ανατρέψουν στο νήμα τα φαβορί, ιδιαίτερα στις κατηγορίες όπου γίνεται ντέρμπι (βλέπε, φέτος, πρώτο γυναικείο και δεύτερο ανδρικό ρόλο).
(Μην) μου τα φαβορί τάραττε
Υπό το φως του παραπάνω «Περί ορέξως… κολοκυθόπιτα», αφενός η πρόσφατη, σταθερή ευστοχία των PGA (οι πέντε τελευταίοι νικητές του θριάμβευσαν και στα Όσκαρ) και DGA (9 φορές στις 10 την τελευταία δεκαετία οι επιλογές του συμφώνησαν με εκείνες της Ακαδημίας) φαντάζει πλέον… συμπτωματική. Και αφετέρου, η πανωλεθρία όλων των προγνωστικών στις φετινές υποψηφιότητες στη σκηνοθεσία (όπου τα outsider, Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, Μίκαελ Χάνεκε και Μπεν Ζάιτλιν, πέταξαν έξω τα φαβορί, Κάθριν Μπίγκελοου, Τομ Χούπερ και Μπεν Άφλεκ) μοιάζει λιγότερο παράλογη. Γιατί, στην πραγματικότητα, μόνο η περίπτωση Άφλεκ δε βγάζει νόημα (εκτός και αν παρασυρθούμε σε εξωπραγματικές… κατινιές του στιλ «βάλθηκαν οι σκηνοθέτες να τιμωρήσουν του ηθοποιούς που τους κλέβουν τη δουλειά και τα βραβεία»…).
zerodark440
Οι απανταχού σφόδρα αρνητικές αντιδράσεις για το «Zero Dark Thirty» της Μπίγκελοου, που κάποιοι, συμπεριλαμβανομένων και οσκαρικών ψηφοφόρων, κατηγόρησαν (και αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν) επειδή παρουσιάζει, λέει, τα βασανιστήρια ως «δικαιολογημένη και αποτελεσματική» μέθοδο ανάκρισης (κάτι, βέβαια, που ο κόσμος το έχει τούμπανο και η CIA κρυφό καμάρι), το στιγμάτισαν ως επικίνδυνα αμφιλεγόμενο και πάτησαν απότομα φρένο στην οσκαρική του πορεία. Όσον αφορά το Χούπερ, εξάλλου, παρά τους ψιθύρους (και τα tweet) για ενθουσιώδη ανταπόκριση στις πρώτες, «for your consideration», προβολές του, όταν το «Les Misérables» συνάντησε, επιτέλους, κοινό και κριτικούς, από τη μια όλοι υποκλίθηκαν ανεπιφύλακτα σε όλο το καστ γενικά, στους Ανν Χάθαγουεϊ και Χιου Τζάκμαν ειδικά, από την άλλη, όμως, εξέφρασαν αμφιβολίες για την ευστοχία σε ιδιαιτερότητες του φιλμ για το είδος του μιούζικαλ γενικά, και των σκηνοθετικών του επιλογών ειδικά. Έτσι, ούτε η προτίμηση στον – σκηνοθέτη του φετινού «πρωταθλητή» του Γουάινστιν, «Οδηγός Αισιοδοξίας» – Ο. Ράσελ, ούτε εκείνη στον – παραλήπτη της σκυτάλης από τους επίσης υποψηφίους στο παρελθόν Ακίρα Κουροσάουα, Λίνα Βερτμίλερ, Φρανσουά Τριφό, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Φεντερίκο Φελίνι – εκτός αμερικανικών συνόρων auteur του «Αγάπη», Χάνεκε, ξαφνιάζει, τελικά.
Αντίθετα, πολλές θεωρίες ακούστηκαν για τη λύση στο μυστήριο του αποκλεισμού του Άφλεκ, αλλά καμία αρκετά πειστική ή βάσιμη. Μέχρι που η εφημερίδα The New York Times αποκάλυψε τις δραματικές αλλαγές που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια στον «λιλιπούτειο», όπως τον χαρακτηρίζει, κλάδο των σκηνοθετών της Ακαδημίας, και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Παρατήρησε, λοιπόν, πως από το 2008 μέχρι σήμερα απεβίωσαν μερικοί από τους πιο θρυλικούς, «καθαρόαιμα» χολιγουντιανούς σκηνοθέτες / αγαπημένα παιδιά των studios, που ταυτόχρονα ήταν βετεράνοι οσκαρικοί ψηφοφόροι του κλασικού, «ακαδημαϊκού» γούστου, σαν τους Σίντνεϊ Πόλακ, Τζον Χιουζ, Μπλέικ Έντουαρντς και Σίντνεϊ Λουμέτ.
Για να αναπληρώσει το κενό τους, παραμένοντας ταυτόχρονα συνεπής στη, χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο φιλότιμη και συντονισμένη προσπάθειά της να αλλάξει το γερασμένο, συντηρητικό και παλιομοδίτικο προφίλ των μελών της, κάνοντάς το πιο φρέσκο, τολμηρό, πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό, η AMPAS προσκάλεσε και δέχτηκε ως μέλη της κάθε άλλο παρά συνήθεις υπόπτους: τους αδελφούς Νταρντέν (!), Φιλίπ Φαραλντό («Ο Εξαιρετικός Κύριος Λαζάρ»), Μισέλ Αζαναβίσιους («The Artist»), Μίκαελ Ρόσκαμ («Μοσχαροκεφαλή»), Γουόνγκ Καρ Γουάι, Γκρεγκ Αράκι, Νιλ Μπέργκερ («Ο Μάγος Αϊζενχάιμ»), Γιοτζίρο Τακίτα («Αναχωρήσεις»), Ζακ Οντιάρ, Λόνε Σέρφιγκ («Μια Κάποια Εκπαίδευση») και Τέρενς Μάλικ! Για την ακρίβεια, τονίζει η εφημερίδα, από τους 25 σκηνοθέτες που προσκλήθηκαν να γίνουν μέλη της Ακαδημίας τα τελευταία τρία χρόνια, μόνο ένας, ο Άνταμ Σάνκμαν («Hairspray» και «Rock of Ages») είναι παλαιάς, χολιγουντιανής κοπής.
oscar440
Συμπεράσματα που προκύπτουν από όλα τα παραπάνω; Δύο. Το ένα λέει πως με αφετηρία τούς πιο ολιγομελείς, και δη ευμετάβλητους κλάδους της, αργά αλλά σταθερά (την τελευταία εικοσαετία), πιο συνειδητά από ποτέ (μετά το 2010), η Ακαδημία αρχίζει να αλλάζει ταυτότητα, νοοτροπία και προσανατολισμό. Το… μονοκούκι σε αυστηρά στουντιακά, περισσότερο ή λιγότερο ακριβοθώρητα, μεγαλεπήβολα, ιστορικά «ευσυνείδητα» έπη εποχής (από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» μέχρι τα «Χορεύοντας με τους Λύκους», «Η Λίστα του Σίντλερ» και το ευφάνταστα «μπάσταρδο» chick flick του Τζέιμς Κάμερον, «Τιτανικός) και δακρύβρεχτες κοινωνικές μελούρες («Συνηθισμένοι Άνθρωποι», «Σχέσεις Στοργής», «Πέρα από την Αφρική») ανήκει (χρόνο με το χρόνο όλο και πιο) οριστικά στο παρελθόν. Τώρα, πια, «γουστάρει» να μοιράζει την αγάπη / σεβασμό / υποψηφιότητες / βραβεία της σε φιλμικά πλάσματα ενός σινεμά πιο ιδιοσυγκρασιακού – που επιτρέπει αμόλυντη (από κάθε είδους εξωγενείς επιταγές), απόλυτη δημιουργική ελευθερία και δύναμη στους λειτουργούς του (σκηνοθέτες, ηθοποιούς, σεναριογράφους, χρηματοδότες / υποστηρικτές του, και όχι μόνο). Ένα (όχι απαραίτητα) φθηνό σινεμά, που γεννιέται με κόπο, πείσμα και επιμονή, κόντρα σε όλα τα εμπόδια της κοινής λογικής, μην κάνοντας το χατίρι κανενός. Ένα σινεμά, δηλαδή, στο οποίο, παραδόξως, αλλά όχι άδικα χωράνε εξίσου και το δια χειρός Ντάνι Μπόιλ μετά-Bollywood «Slumdog Millionaire» των 8 Όσκαρ, και ο επίλογος της ποικιλοτρόπως καινοτόμας κινηματογραφικής τριλογίας με περίφημη λογοτεχνική καταγωγή «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά» του Πίτερ Τζάκσον και των 11 Όσκαρ, και το χειροποίητο, ασπρόμαυρο και βουβό «The Artist» των 5 Όσκαρ, αλλά και η high-tech, ρηξικέλευθα καινοτόμα στη σύνθεσή της, οικολογικής ευαισθησίας κοσμογονική φαντασμαγορία επιστημονικής φαντασίας του Κάμερον «Avatar» με τις 9 υποψηφιότητες και τα 3… τεχνικά Όσκαρ.
avatar440
Ταυτόχρονα, βέβαια, (κακές) συνήθειες και (ασφαλείς, βολικές) παραδόσεις 80 και κάτι χρόνων είναι δύσκολο να πάψουν. Έτσι και φέτος, οι οσκαρικές υποψηφιότητες μαρτυρούν απροκάλυπτα αφενός τη μανία της Ακαδημίας με τα αληθινά, συχνά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (μαζί με τη Μάργκαρετ Θάτσερ της Μέριλ Στριπ, 63 είναι μέχρι στιγμής οι ηθοποιοί που πήραν Όσκαρ ενσαρκώνοντας υπαρκτά πρόσωπα, σε 40 πρώτους και 23 δεύτερους ρόλους!), και αφετέρου την αδιαφορία της για τα φιλμ της λεγόμενης pop κουλτούρας. Τουτέστιν, η νέτη – σκέτη, αυθεντική, εμπορικά και καλλιτεχνικά επιτυχημένη (έξω φυσικά, και ουχί στο… Ελληνιστάν) κωμωδία «Ted», και φέτος (όπως πέρυσι, με τις παρούσες μόνο σε πρωτότυπο σενάριο και δεύτερο ρόλο «Φιλενάδες») πήρε τον… εεε… δύο ειδικές μνείες της παρηγοριάς: υποψηφιότητα για Όσκαρ τραγουδιού και την επιλογή του δημιουργού της, Σεθ ΜακΦάρλεϊν, ως οικοδεσπότη της απονομής. Πλην της κωμωδίας, εξάλλου, η Ακαδημία για πολλοστή φορά, επίσης, έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα σε βασικές κατηγορίες: στην πρωτότυπη, αναπάντεχα μεγάλης καρδιάς, επιστημονική φαντασία («Looper») και το blockbuster υπέρ-ηρωικής και μη δράσης, παρόλο που φέτος, στα καλύτερά του, κατέκτησε αμαχητί, όχι μόνο τα πλήθη του κοινού, αλλά και των κριτικών, χάρη στους «Εκδικητές» τού – λατρεμένου nerd – Τζος Γουίντον και στον – κατά πολλούς ευστοχότερο Τζέιμς Μποντ της Ιστορίας – «Skyfall» του ήδη οσκαρούχου Σαμ Μέντες.
skyfall440
Το άλλο, έτερο συμπέρασμα, προειδοποιεί τον Άφλεκ και την παρέα του για συγκρατημένη αισιοδοξία τη βραδιά της απονομής. Μπορεί η «Επιχείρηση: Argo» να έχει σαρώσει ό,τι προ-οσκαρικό βραβείο υπάρχει, όντας μια ταινία για το Χόλιγουντ και την εν δυνάμει (και πολιτική) επιρροή του στην πραγματικότητα, εκτός, όμως, από την αλλαγή (ακόμα, βέβαια, μικρή και στην αρχή της) στις διαθέσεις της Ακαδημίας που διακρίναμε παραπάνω, η φετινή ψηφοφορία κρύβει και άλλες, μεγάλες, όσο ποτέ άλλοτε, παγίδες. Όχι μόνο επειδή η δυναμική μεταξύ των κλάδων της Ακαδημίας είναι πρωτοφανώς αστάθμητη και ανταγωνιστική οπότε, ακόμα και αν σύσσωμοι ηθοποιοί (1.172) και παραγωγοί (450) υποστηρίξουν πεισματικά το «Argo», δεν μπορούν να του εγγυηθούν τη νίκη, αφού και αθροιστικά δεν ξεπερνούν το 40% επί του συνόλου των οσκαρικών ψηφοφόρων, και το υπόλοιπο, άνω του 60% αποτελείται από τους πιο ολιγομελείς και ανανεωμένους κλάδους (που ενδέχεται να φρίξουν στην ιδέα / τεράστιο πισωγύρισμα του να βραβεύσουν – α λα το εν έτει 1989, «Ο Σοφέρ της Κυρίας Νταίζυ» – ως καλύτερη ταινία ένα φιλμ που δε σκόραρε ταυτόχρονη υποψηφιότητα στη σκηνοθεσία). Ούτε γιατί και τις προηγούμενες δύο φορές που ο νικητής του DGA (το 1996, ο Ρον Χάουαρντ για το «Απόλλων 13», και το 1987, ο Σπίλμπεργκ για «Το Πορφυρό Χρώμα») ήταν απών στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ σκηνοθεσίας, δεν πήρε τελικά εκδίκηση με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας (ο πρώτος έχασε από το «Braveheart», ενώ ο δεύτερος από το «Πέρα Από την Αφρική». Ούτε τέλος, επειδή, όπως προείπα, managers, ατζέντηδες και στουντιακοί ιθύνοντες των έως τώρα χαμένων δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη στις οσκαρικές καμπάνιες τους. Αλλά κυρίως επειδή, αντίθετα με όλους του άλλους (Ενώσεις Κριτικών, Χρυσές Σφαίρες, σωματεία), φέτος τα μέλη της Ακαδημίας ψήφισαν εντελώς διαφορετικά από ό,τι είχαν μάθει μέχρι πέρυσι…
Το μυαλό θέλει, το σώμα (ακόμα) αδυνατεί
Όπου μυαλό οι ιθύνοντες (εκάστοτε Πρόεδρος και Διοικητικό Συμβούλιο) της Ακαδημίας, και σώμα τα μέλη της. Οι μεν, μεταξύ άλλων, πρέπει να φροντίσουν για την ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας για τα Όσκαρ, της τελετής απονομής τους και της τηλεοπτικής, εμπορικής επιτυχίας της τελευταίας. Οι δε οφείλουν απλά να ψηφίσουν δις (πρώτα για τους υποψηφίους και μετά για τους νικητές). Όσο, όμως, προσπαθούν οι μεν να ανατρέψουν τις σταθερά φθίνουσες τηλεθεάσεις (την τελευταία 20ετία, κορυφή έπιασε η χρονιά του «Τιτανικού» με 34.9%, πάτο εκείνη του «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» με 18.7%, ενώ με το «Ο Λόγος του Βασιλιά», το 2011, έφτασε μέχρι το 21.2%) του λουσάτου, τρίωρου (στην καλύτερη περίπτωση) υπερθεάματος της Απονομής, τόσο τους υπονομεύουν οι δε με τις επιλογές τους.
84h440
Καθώς είδε και αποείδε, λοιπόν, με την ανικανότητα του κατά 94% λευκού, κατά 77% αρσενικού και κατά 84% άνω των 50 ετών «σώματος» να συμπεριλάβει στην εν δυνάμει δεκάδα (από το 2010 και μετά) της καλύτερης ταινίας πιο ελκυστικά στους τηλεθεατές φιλμ, το «μυαλό» βάλθηκε να του ταράξει τις ισορροπίες και να το φρεσκάρει δραματικά. Έτσι, το περασμένο καλοκαίρι οι αναπάντεχες, τολμηρές, ακραία εναλλακτικές και πολυπολιτισμικές επιλογές του, όσον αφορά τα νέα μέλη του σκηνοθετικού κλάδου, συνοδεύτηκαν από ανάλογου πνεύματος προσθήκες στους ηθοποιούς (Μισέλ Γεό, Κέρι Γουόσινγκτον και Άντι Σέρκις, μεταξύ άλλων), στους καλλιτεχνικούς διευθυντές (π.χ. την Μαρία Τζούρκοβιτς του υποβλητικά ατμοσφαιρικού «Και ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι»), στους διευθυντές φωτογραφίας (ενδεικτικά, τον «πολυμορφικού» έργου Άλβιν Κούτσλερ των «Hanna» και «Sunshine»), και όχι μόνο. Συνολικά, «μυαλό» και «σώμα» υποδέχτηκαν 176 νέα μέλη, ενώ παράλληλα, το μεν άρχισε να απλοποιεί και να εκλογικεύει τίτλους και εκλογικούς κανόνες στις πιο αναίτια ιδιάζουσες κατηγορίες του.
Έτσι εκείνες των ειδικών εφέ και του τραγουδιού, με τις έως τώρα περίπλοκες προκριματικές ψηφοφορίες, δεν περιορίζονται πλέον στους τρεις, κολοβούς υποψηφίους, για τα ντοκιμαντέρ και τις μικρού μήκους ταινίες (live action και animation) ψηφίζουν πλέον όλα τα μέλη της Ακαδημίας, η κατηγορία του μακιγιάζ μετονομάστηκε σε «μακιγιάζ και κούρεμα» και οι προκριματικοί όροι της ξενόγλωσσης ταινίας έγιναν λιγότερο αυστηροί (άντε, με το καλό, να ψηφίζουν όλοι και για αυτή).
Η απόλυτη κίνηση ματ, όμως, στην οποία προέβη φέτος το κέντρο αποφάσεων της AMPAS, ήταν να μεγαλώσει μεν την περίοδο ψηφοφορίας για τις οσκαρικές υποψηφιότητες από 4 σε 6 εβδομάδες, μετατοπίζοντάς την, όμως, ταυτόχρονα κατά 15 μέρες νωρίτερα. Και αυτό για να προλάβει τις επιλογές των Χρυσών Σφαιρών και των Σωματείων, ώστε τα μέλη της να ψηφίσουν πιο ανεπηρέαστα και όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά. Τι κι αν έγινε μικρό και ασήμαντο ή μεγάλο και καταλυτικό (ανάλογα με το ποιον θα ακούσεις) μπάχαλο με τα διαδικτυακά ψηφοδέλτια που εγκαινίασε φέτος για μεγαλύτερη ευκολία, προκαλώντας παράπονα και άγχος στα μέλη της που δεν μπορούσαν να μπουν στο σύστημα και χρίζοντας τελευταία στιγμή απαραίτητη και τη χρήση των… παραδοσιακών, χάρτινων ψηφοδελτίων; Το αποτέλεσμα ήταν όσο απρόβλεπτο, αμφιλεγόμενο και – φαινομενικά, τουλάχιστον – αψυχολόγητο ήλπιζε το «μυαλό», πατώντας τόσο κόκκινο στο σασπένς για το ποιοι, τελικά, θα φύγουν με το χρυσό αγαλματάκι (αν μη τι άλλο στη σκηνοθεσία, που είναι και ένα από τα βραβεία που ανακοινώνονται στο τέλος της απονομής) το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου, όσο και, κατά συνέπεια, γκάζι στα μηχανάκια τηλεθέασης. Και του χρόνου, βρε, με το θριαμβευτή όλων των άλλων, προηγούμενων βραβείων, απόντα και από την οσκαρική καλύτερη ταινία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου