Λίγα πρόσωπα παραμένουν τόσο αμφιλεγόμενα στην ιστορία του κινηματογράφου όσο ο David Wark Griffith. Ο απροκάλυπτα ρατσιστικός χαρακτήρας ενός και μόνο φιλμ (βλ. Η Γέννηση ενός Έθνους) έχει αμαυρώσει, δικαίως ή αδίκως, το σύνολο μιας φιλμογραφίας που περιλαμβάνει περισσότερους από 450 τίτλους. Διανύοντας το δεύτερο αιώνα της ζωής της, η τέχνη του σινεμά γνωρίζει στις μέρες μας μία ιστοριογραφική προσέγγιση που τοποθετεί την ηθικοπολιτική της ευαισθησία πάνω από την όποια τεχνική/φορμαλιστική εξέλιξη, σε βαθμό αναμφισβήτητα μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο τομέα της ανθρώπινης δημιουργίας (η ζωγραφική και η μουσική είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα προς την αντίθετη κατεύθυνση). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που εν έτη 2013 ο πρωτοπόρος Αμερικάνος σκηνοθέτης αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με αμηχανία. Το 1999, το Σωματείο των Σκηνοθετών αποφάσισε να αφαιρέσει το όνομά του από τον τίτλο του βραβείου που δίνει κάθε χρόνο σε επιλεγμένα πρόσωπα για το σύνολο της προσφοράς τους στον κινηματογράφο και που επί 46 συναπτά έτη αποκαλούταν the D.W. Griffith Lifetime Achievement Award. Επιπροσθέτως, νεότεροι δημιουργοί τεράστιας επιδραστικότητας στην κοινή γνώμη και στο σινεμά της εποχής τους, όπως ο Quentin Tarantino, απορρίπτουν συλλήβδην τον Griffith λόγω της απαράδεκτης ιδεολογίας του The Birth of a Nation (μάλιστα, αυτή η φανατική πολεμική οδήγησε τον δημιουργό του Pulp Fiction να διαγράψει σε πρόσφατες δηλώσεις του και την προσφορά του John Ford, εξαιτίας της εμφάνισής του ως κομπάρσου στο προαναφερθέν φιλμ). Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι...
Ο Abel Gance, ταξιδεύοντας το 1921 στις ΗΠΑ για την προώθηση της τελευταίας του ταινίας, "J'accuse", δήλωνε σε κάθε ευκαιρία πως τον ενδιέφερε η γνώμη ενός και μόνο ανθρώπου, κι αυτός ήταν ο Griffith. Ο Erich von Stroheim, στο απόγειο της καριέρας του, ονομάτιζε επανειλημμένως τον γεννημένο στο Κεντάκι σκηνοθέτη ως τον πρώτο καλλιτέχνη που έφερε την ποίηση σε ένα "φθηνό μέσο διασκέδασης", όπως ήταν το σινεμά την εποχή των nickelodeon. Ο πρωτοστάτης του στρατευμένου κινηματογράφου, Sergei M. Eisenstein, ομολογούσε πως ήταν η προβολή του Intolerance που του αποκάλυψε για πρώτη φορά τις πραγματικές δυνατότητες του μοντάζ - μάλιστα, στο κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο "Ο Ντίκενς, ο Γκρίφιθ, κι εμείς", με έτος δημοσίευσης το 1940, ο Σοβιετικός χρίζει τον Αμερικανό "εφευρέτη" του μοντάζ και μεγάλο κληρονόμο της λογοτεχνικής παράδοσης της αφήγησης. Μερικά χρόνια αργότερα, ο André Bazin έγραφε πως οι τρεις σημαντικότεροι δημιουργοί στα κινηματογραφικά χρονικά ήταν ο Griffith, ο Chaplin και ο Von Stroheim, μεταγγίζοντας έτσι την αγάπη του για τον πρώτο εξ αυτών σε σύσσωμη τη νεότερη γενιά των Γάλλων κριτικών. Τέλος, ο Jean Mitry, ένας εκ των σπουδαιότερων ιστορικών της έβδομης τέχνης, δήλωνε χαρακτηριστικά: "Μπορούμε να πούμε, χωρίς την παραμικρή υπερβολή, πως αν το σινεμά οφείλει στο Λουί Λυμιέρ την ύπαρξή του ως μέσο ανάλυσης κι αναπαραγωγής της κίνησης (και κατά συνέπεια, ως θέαμα κι ως βιομηχανία θεάματος), είναι στον Γκρίφιθ που χρωστά την ύπαρξή του ως τέχνη, ως μέσο έκφρασης και νοηματοδότησης".
Το γεγονός πως η αξία της συνεισφοράς του Γκρίφιθ μειώνεται όσο αποκτάμε μεγαλύτερη απόσταση από την εποχή του, φαντάζει τουλάχιστον ως παράδοξο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και μια μεγάλη ευκαιρία για να προσεγγίσουμε σήμερα το έργο του από μια καινούρια οπτική γωνία. Όχι πια ως τον προπομπό ενός "άλλου" σινεμά, δηλαδή του κλασικού χολιγουντιανού κινηματογράφου της συνέχειας και της διαφάνειας, αλλά ως αυτόνομη καλλιτεχνική παραγωγή με τη δική της αξία. Έτσι, θα διαπιστώσουμε ότι, για παράδειγμα, πίσω από τη χρήση του παράλληλου κι εναλλασσόμενου μοντάζ (cross-cutting), κρύβεται η ακλόνητη πίστη του Γκρίφιθ σε μία φυσική αιτιότητα (απαραίτητη προϋπόθεση, θαρρείς, για την οντολογική αναγνώριση του μοντάζ). Θα συνειδητοποιήσουμε ότι η χρήση των κοντινών πλάνων, όχι πλέον αποκλειστικά ως "σφήνα" ενός αντικειμένου στη ροή της αφήγησης αλλά ως σταδιακή προσέγγιση της κάμερας προς το πρόσωπο που κινηματογραφεί, μαρτυρά το ανθρωπιστικό βλέμμα ενός σκηνοθέτη που αντιστάθμιζε το μεγάλο του πάθος για την Ιστορία, με την αγάπη του για τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, για τα θύματα των μεγάλων γεγονότων. Ακόμα, θα παρατηρήσουμε πως τα περίφημα ride to rescue (η τεχνικής της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής") με τα οποία αρεσκόταν να κλείνει τα φιλμ του, αποδεικνύουν την βαθιά του γνώση για την ικανότητα του σινεμά προς μια συναισθηματική και ψυχολογική χειραγώγηση του θεατή. Ναι, υπάρχει ουσία και περιεχόμενο στο σινεμά του Γκρίφιθ, πέρα από τις χιλιοδοξασμένες τεχνικές καινοτομίες.
Όσον αφορά τις τελευταίες, είναι πλέον κοινώς παραδεκτό πως του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στιλιστικές ανακαλύψεις που, στην πραγματικότητα, προϋπήρχαν των ταινιών του. Το γκρο πλαν, το παράλληλο μοντάζ και την μεγάλου μήκους ταινία, όλα αυτά ο Γκρίφιθ τα βρήκε έτοιμα και δοκιμασμένα. Ήταν εκείνος, ωστόσο, που τους έδωσε το διαχρονικό τους αφηγηματικό ρόλο, ωθώντας τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου στα άκρα. Κι αν υπάρχει μία φορμαλιστική συνεισφορά του Γκρίφιθ στην έβδομη τέχνη που είναι συγχρόνως αδιαμφισβήτητη και παραγνωρισμένη, πρόκειται για την εξέλιξη της ερμηνείας του ηθοποιού, το περίφημο screen acting. Αναπτύσσοντας μια πρωτόλεια θεωρία κινηματογραφικού ρεαλισμού, θα συμβάλλει τα μέγιστα στον περιορισμό των υπερβολικών, θεατρικών χειρονομιών, προωθώντας μια εκφραστική εγκράτεια που θα έχει για σημείο αναφοράς την αληθινή ζωή κι όχι το στιλιζαρισμένο δράμα.
Σε επίπεδο θεματολογίας, τα φιλμ του Griffith εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηθογραφικά δράματα και τα ιστορικά έπη. Ακόμα και στα δεύτερα, όμως, ο ήρωας τίθεται πάντοτε ενώπιον ηθικών διλημμάτων και καλείται συχνά να διαλέξει ανάμεσα στην αγάπη για πρόσωπα κοντινά και στην πίστη για το σκοπό που υπηρετεί (και που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα πρόκειται για την πατρίδα). Πάντως, το σταθερό μοτίβο που διατρέχει σχεδόν όλα τα φιλμ του Γκρίφιθ είναι η οικογένεια, υπό πολλές διαφορετικές μορφές και καταστάσεις. Κινδυνεύοντας να υποπέσουμε στην ευκολία μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η συγκεκριμένη εμμονή μπορεί να είχε ως αφετηρία το θάνατο του πατέρα του σκηνοθέτη όταν εκείνος ήταν μόλις δέκα χρονών. Γεννημένος στις 22 Ιανουαρίου 1875, ο David Griffith θα ζήσει όλη του την παιδική ηλικία με το θρύλο του ηρωικού πατέρα που υπηρέτησε στον εμφύλιο ως στρατηγός των Νοτίων (κι αυτό εξηγεί πολλά από τα ιδεολογικά αμαρτήματα των ταινιών του σκηνοθέτη) και την πολύ διαφορετική, καθημερινή εικόνα ενός μεθύστακα που με τον πρόωρο θάνατό του, άφησε μια οικογένεια όχι απλά χωρίς στήριγμα, αλλά βουτηγμένη στα χρέη. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, κι αφού πέρασε από πολλές διαφορετικές δουλειές, ο Griffith θα ξεκινήσει μια αξιοπρεπή καριέρα θεατρικού ηθοποιού, κρατώντας πάντα στο μυαλό του το όνειρο να γράψει και να ανεβάσει το δικό του έργο. Σε μια από τις περιοδείες του, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Linda Arvidson, με την οποία παρέμεινε παντρεμένος για περίπου τριάντα χρόνια. Στα τέλη του 1906, θα ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο The Fool and the Girl, το οποίο θα ανέβει από το θίασο του James K. Hackett, αλλά θα κατακρεουργηθεί από την κριτική. Απογοητευμένος, ο Griffith θα στραφεί προς το "μικρότερης αξίας" έργο της συγγραφής κινηματογραφικών σεναρίων που λίγο θα υποπτευόταν και ο ίδιος πως θα σήμανε την απαρχή ενός εκ των σπουδαιότερων κεφαλαίων στην ιστορία του σινεμά.
Πολύ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται και ο ίδιος ως ηθοποιός σε μικρού μήκους ταινίες. Η πιο γνωστή του συμμετοχή, από εκείνες που διασώζονται σήμερα, βρίσκεται στο Rescue From An Eagle's Nest, σκηνοθετημένο από τον J. Searle Dawley για λογαριασμό της εταιρείας του Edison. Όταν το καλοκαίρι του 1908, ο έμπειρος σκηνοθέτης Wallace McCutcheon θα αρρωστήσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ασήμαντης περιπέτειας με τον τίτλο The Adventures of Dollie, η εταιρεία παραγωγής του φιλμ, Biograph, θα αναθέσει χωρίς προειδοποίηση στον 33χρονο Griffith την αποστολή ολοκλήρωσής του. Η κριτική κι εμπορική επιτυχία του θα δώσει την αφορμή για μια λαμπρή συνεργασία πέντε και βάλε χρόνων, μέχρι τις αρχές του 1914. Ο Griffith θα σκηνοθετήσει παραπάνω από 400 μικρού μήκους ταινίες για την Biograph ως το 1913, ενώ το κύκνειο άσμα του για τη συγκεκριμένη εταιρεία, θα είναι το μεσαίου μήκος φιλμ, Judith of Bethulia (1914). Δεν είναι λίγοι οι μελετητές του Αμερικανού σκηνοθέτη που θεωρούν ότι σε αυτήν την πρώτη περίοδο της καριέρας του, έδωσε τα καλύτερά του φιλμ. Είναι αλήθεια πως η τεχνική πρόοδος από χρόνο σε χρόνο υπήρξε αλματώδης, ενώ ο περιορισμός της μικρής διάρκειας έδινε το έναυσμα για μια ποιητικής ευαισθησίας αφαιρετικότητα που συχνά απουσιάζει από τις μεγάλους μήκους ταινίες του. Σύμφωνα με πολιτική της Biograph, τα φιλμ παρέμεναν ανυπόγραφα, αλλά με την αποχώρησή του για την αντίπαλο εταιρεία, Mutual, ο Griffith έσπευσε να κατοχυρώσει την πατρότητά τους με μια σειρά από δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της εποχής.
Με την ανεπανάληπτη επιτυχία του Birth of a Nation (1915), αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός δημιουργός, το όνομα του οποίου αποτελεί εγγύηση ποιότητας και γίνεται περιζήτητο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή της έβδομης τέχνης για τα επόμενα δέκα χρόνια, με σημείο αναφοράς την ίδρυση της δικής του εταιρείας παραγωγής, την United Artists, παρέα με τους Charlie Chaplin, Douglas Fairbanks και Mary Pickford, το 1919. Από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη χρεωκοπία και θα δει το σινεμά του σιγά-σιγά να αντιμετωπίζεται ως ξεπερασμένο: ο επικός καμβάς και ο αφελής διδακτισμός των ταινιών του έμοιαζε παράταιρος στην εποχή της jazz και του μοντερνισμού. Το τελειωτικό χτύπημα που θα οδηγήσει τον Griffith στο αλκοόλ ήρθε από την επιτυχία της πρώην μούσας του, Lilian Gish, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Victor Sjöstrom, την ώρα που η δική του νέα, αγαπημένη σταρ, Carol Dempster, τον εγκατέλειπε χωρίς προειδοποίηση. Το 1930 του δόθηκε μια τελευταία ευκαιρία, σκηνοθετώντας τη βιογραφία του Abraham Lincoln, να γυρίσει στα χωράφια της Γέννησης ενός Έθνους και να βρεθεί ξανά στην πρωτοπορία, χαρίζοντας στον ομιλούντα κινηματογράφο το πρώτο του ιστορικό έπος. Η κριτική αποτυχία της ταινίας θα προμηνύσει το τέλος της σκηνοθετικής του καριέρας, που θα έρθει ένα χρόνο αργότερα με το ρεαλιστικό δράμα The Struggle.
Παρά τα προβλήματα με το ποτό που επιδείνωναν διαρκώς την κατάσταση της υγείας του, ο μύθος που ήθελε τον Griffith να περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στη φτώχεια, ξεχασμένος από τη βιομηχανία, απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Το βρετανικό ριμέικ του Broken Blossoms στα μέσα της δεκαετίας του '30 του απέφερε μια μικρή περιουσία, ενώ την ίδια περίοδο διατηρούσε τη δική του, διάσημη μάλιστα, ραδιοφωνική εκπομπή όπου αφηγούταν τις αναμνήσεις του από τα πρώτα χρόνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το 1936, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Frank Capra, παρέδωσε ένα ειδικό βραβείο Όσκαρ στον Griffith, επιλέγοντάς τον ταυτόχρονα για να παρουσιάσει τα βραβεία Ά γυναικείου ρόλου (στην Bette Davis) και 'Α αντρικού (στον Victor McLaglen). Την εποχή εκείνη η τελετή ήταν βιντεοσκοπημένη και το διασωθέν υλικό μας αποκαλύπτει έναν ...μεθυσμένο Γκρίφιθ να κοντεύει να έρθει στα χέρια με την οξύθυμη Davis. Την ίδια χρονιά, πέτυχε να πάρει διαζύγιο από τη Linda Arvidson και χωρίς να χάσει χρόνο παντρεύτηκε την κατά 35 χρόνια μικρότερή του, Evelyn Baldwin. Το 1940, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη οργάνωσε προς τιμήν του Griffith, την πρώτη στα χρονικά ρετροσπεκτίβα στο έργο ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη. Λίγο μετά το χωρισμό του με την Baldwin, στις 24 Ιουλίου 1948, ο Griffith απεβίωσε στο νοσοκομείο από εγκεφαλική αιμορραγία.
Ο GRIFFITH ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ
"Πόσοι από τους ηθοποιούς του θεάτρου μπορούν να σε κάνουν να πιστεύεις πως ενσαρκώνουν αληθινούς ανθρώπους; Ασφαλώς κι 'ερμηνεύουν' (they 'act'), με άλλα λόγια χρησιμοποιούν πολλές χειρονομίες και κάνουν πολλούς ήχους που δε βλέπουμε ή δεν ακούμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Ως προς το εύρος και την κομψότητα, τη χαρακτηρολογική ανάπτυξη, τη γρήγορη μετάβαση από τη μία συναισθηματική διάθεση στην άλλη, δε ξέρω καμία ηθοποιό στην αμερικάνικη σκηνή, και δεν με νοιάζει πόσο διάσημη είναι, που μπορεί έστω να πλησιάσει τη δουλειά μερικών από τις ηθοποιούς του κινηματογράφου. Πού είναι η ηθοποιός που με ένα απλό κοίταγμα ή ένα φευγαλέο πέρασμα του χεριού από το μέτωπο, μπορεί να μεταδώσει στο θεατή τα μισά από τα συναισθήματα που γεννούν η Mary Pickford ή η Blanche Sweet;".
Η παραπάνω δήλωση του Griffith, σε συνέντευξη δημοσιευμένη τον Ιανουάριο του 1914 στην New York Dramatic Mirror, μαρτυρά την ειδική σχέση του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς του, και δη τις γυναίκες. Υπήρχε μια ανταλλαγή αμοιβαία που ξεπερνούσε το δίπολο μαθητή-δασκάλου, αν και ο σεβασμός παρέμενε μέχρι τέλους ένα αναπόσπαστο στοιχείο: ακόμα και μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας, η Lilian Gish εξακολουθούσε να του απευθύνει το λόγο ως Mr. Griffith. Η εμπιστοσύνη ήταν, ωστόσο, το βασικό χαρακτηριστικό: εκείνες ήξεραν ανά πάσα στιγμή πως βρίσκονταν στα καλύτερα χέρια, κι εκείνος δε δίσταζε να θέτει όλο το συνεργείο στην υπηρεσία της εκλεκτής κάθε φορά πρωταγωνίστριας. Το αποτέλεσμα είναι η γέννηση της έννοιας της κινηματογραφικής σταρ (όπως και το κάπως υποτιμητικό υπό-είδος της στάρλετ) από την εποχή κιόλας των μικρού μήκους ταινιών της Biograph.
Ιδού οι σημαντικότερες γυναίκες στη ζωή και το έργο του D.W. Griffith. Ο καθένας ας επιλέξει τη δική του αγαπημένη.
Mary Pickford
Η γεννημένη στον Καναδά ηθοποιός έγινε η πρώτη ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα στο αμερικάνικο σινεμά. Τα προσωνύμιο "America's Sweetheart" τη συνόδεψε από τα πρώτα της βήματα και μαρτυρούσε την περσόνα του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, που η Pickford έχτισε με απόλυτη επιτυχία. Ωστόσο, ο Griffith την αντιμετώπιζε πάντοτε με σεβασμό στα όρια του δέους και δεν έχανε ευκαιρία να μιλάει για το ταλέντο της. Ήταν άλλωστε εκείνος που την έφερε στην μεγάλη οθόνη. Έως το 1909, ήταν αποκλειστικός ηθοποιός του Broadway, μέχρι που παρουσιάστηκε στο casting για την ταινία Pippa Passes. Αν και τελικά δεν κέρδισε το ρόλο, ο Griffith την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και έσπευσε να τη δεσμεύσει με συμβόλαιο στη Biograph. Μάλιστα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί της εταιρείας αμείβονταν με μεροκάματο πέντε δολάρια, μόνη εκείνη εισέπραττε τα διπλάσια, κατόπιν προσωπικής εντολής του Griffith. Μόνο το 1909 εμφανίστηκε σε 51 φιλμ, ενώ η τελευταία της συνεργασία με τον μεγάλο σκηνοθέτη ήταν στο The New York Hat του 1912. Ωστόσο, οι δυο τους παρέμειναν στενοί φίλοι και το 1919 ήταν αμφότεροι συνιδρυτές της United Artists. Καθόλη τη δεκαετία του 10, ο μόνος ηθοποιός που συναγωνιζόταν σε αναγνωρισιμότητα την Pickford, ήταν ο Chaplin. Στο συμβόλαιό της υπήρχε πάντοτε ρητός όρος που της επέτρεπε να έχει τον τελικό λόγο σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας κάθε ταινίας, από το γύρισμα μέχρι τη διανομή, δημιουργώντας έτσι συνήθειες και πρακτικές που οι κινηματογραφικοί σταρ ακολουθούν μέχρι τις μέρες μας. Γνωστή για τη γενναιοδωρία της, υπάρχουν πάρα πολλοί ηθοποιοί του βωβού σινεμά που οφείλουν σε εκείνη την αρχή της καριέρας τους - ανάμεσά τους και οι αδελφές Gish που η Pickford σύστησε στον Griffith το 1912.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The New York Hat (1912), Friends (1912), Just Like a Woman (1912).
Blanche Sweet
Γεννημένη λίγους μήνες μετά την πρώτη, θρυλική προβολή των αδελφών Λυμιέρ στο Παρίσι, η Blanche Sweet ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός του θεάτρου μόλις στα τέσσερά της χρόνια (μάλιστα σε εκείνο το θίασο, συμπρωταγωνιστής της ήταν ο πατέρας του Lionel Barrymore, άλλος ένας σταθερός συνεργάτης του Griffith). Έτσι, όταν το 1909 υπέγραψε σε ηλικία 13 χρονών (!!!) συμβόλαιο με την Biograph, ήταν ήδη έμπειρη στη δουλειά της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Ενεργητική και δυναμική, η παθιασμένη παρουσία της ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με το πρότυπο του εύθραυστου, ευάλωτου θηλυκού, που ο Griffith αρεσκόταν να σκιαγραφεί στα φιλμ του. Η εμφάνισή της στο The Lonedale Operator (1911) προκάλεσε αίσθηση και την ανέδειξε ως βασική ανταγωνίστρια της Pickford για την επιλογή των πρωταγωνιστικών ρόλων. Όμως, ήταν στο The Painted Lady (1912) που, με τη συγκλονιστική της δουλειά, χάρισε στο σινεμά την πρώτη πραγματικά σπουδαία ερμηνεία στην ιστορία του. Σε μια εποχή ερμηνευτικής υπερβολής, η ηρωίδα της απορροφούσε τον πόνο που αντιμετώπιζε και άφηνε μόνο υπόνοιες των τραυμάτων που εκείνος προκαλούσε. Όταν το 1914 ο Griffith πήρε την πολυπόθητη έγκριση της Biograph για τη δημιουργία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, The Judith of Bethulia, ο πρώτος ρόλος πήγε στη Sweet κι εκείνη τον δικαίωσε, μιας και η ερμηνεία της παραμένει από τα βασικά στοιχεία που ανταμείβουν το σύγχρονο θεατή του φιλμ εκείνου. Ο βασικός γυναικείος ρόλος τoυ The Birth of a Nation, εκείνος της Elsie Stoneman προοριζόταν για τη Sweet, ωστόσο ο Griffith αποφάσισε την τελευταία στιγμή να προτιμήσει τη Lilian Gish. Η πίκρα της ήταν τέτοια ώστε, παρά την μακρόχρονη καριέρα της στην μεγάλη οθόνη, δε συνεργάστηκε ποτέ ξανά με το σκηνοθέτη που την ανέδειξε.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The Painted Lady (1912), Judith of Bethulia (1914), The Lonedale Operator (1911)
Mae Marsh
Η είσοδος της Mae Marsh στον κινηματογράφο ήταν θέμα τύχης αλλά και κρυφής επιμονής. Η μεγαλύτερη αδελφή της, Marguerite, ήταν ηθοποιός της Biograph και η Mae την ακολουθούσε καθημερινά στα γυρίσματα, δουλεύοντας μάλιστα συχνά κι ως πωλήτρια στα στούντιο. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ο Griffith την εντόπισε ανάμεσα στο πλήθος, αποφάσισε ενστικτωδώς να της δώσει ένα ρόλο (στο The Sands of Dee) κι από εκείνη τη στιγμή, έγινε μία από τις αγαπημένες του ηθοποιούς. Όταν ο σκηνοθέτης άρχισε να μεταφέρει στο σελιλόιντ τα πιο φιλόδοξα οράματά του, η Marsh ήταν σταθερή συνεργάτης. Μετά από ένα δεύτερο ρόλο στο Judith of Bethulia, ο Griffith θα της εμπιστευθεί πρωταγωνιστικούς ρόλους στα πιο φιλόδοξα και πλέον διάσημα μέχρι και σήμερα φιλμ του, τα The Birth of a Nation και Intolerance. Στο πρώτο, ως Flora Cameron, δίνει μια συνταρακτική ερμηνεία, σημαδεύοντας μάλιστα την καλύτερη σεκάνς του έργου (και μια από τις καλύτερες σε όλη την καριέρα του Griffith), όταν προκειμένου να μην υποκύψει στις επιθυμίες του αδίστακτου Gus, θα πηδήξει στο κενό. Μετά το Intolerance, θα απομακρυνθεί από το σκηνοθέτη, υπογράφοντας ένα τεράστιο συμβόλαιο με τον Samuel Goldwyn (με αμοιβή 2500 δολάρια ανά βδομάδα), αλλά κανένα επόμενο φιλμ της δε θα γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία, μέχρι την έλευση του ομιλούντος τουλάχιστον, οπότε και η καριέρα της θα γνωρίσει μια νέα άνθιση.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The Birth of a Nation (1915), Intolerance (1916), Home Sweet Home (1914)
Lillian Gish
Αν ο D.W. Griffith είναι ο Leonardo da Vinci του κινηματογράφου, τότε η Lillian Gish είναι η Mona Lisa του. Η πιο θρυλική γυναικεία παρουσία στο βωβό σινεμά, θα δει το όνομά της να συνοδεύει μια σειρά από μύθους πρωταρχικούς της κινηματογραφικής τέχνης. Διασημότερος όλων, η φημολογούμενη εφεύρεση του close up από τον Griffith που, παθιασμένος από έρωτα για την πρωταγωνίστριά του, ήθελε να πλησιάσει την κάμερα όσο πιο κοντά γινόταν στο πρόσωπό της. Μαζί με την μικρότερη αδερφή της, Dorothy, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε ταινία του σκηνοθέτη με το The Unseen Enemy, το 1912. Η συνέχεια έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στις σελίδες της κινηματογραφικής ιστορίας. Ήδη από την εποχή της Biograph, η Gish στοιχειώνει την μεγάλη οθόνη με το ευφυές μα ναζιάρικο βλέμμα της και τις υπόγειες, πολυεπίπεδες ερμηνείες της. Έχοντας σταθερή παρουσία σε όλες τις μεγάλες παραγωγές του Griffith στα 10΄s, θα κερδίσει μια για πάντα την αιωνιότητα ως Lucy στο Broken Blossoms (1919), μία από τις σπουδαιότερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών, με τη διάσημη χειρονομία-χαμόγελο να λυγίζει τις αντιστάσεις των θεατών κάθε εποχής. Την ίδια χρονιά, ο Griffith θα αρχίσει να προτιμάει ολοένα και συχνότερα την Carole Dempster αντί για την Gish, η οποία - χωρίς να χάσει ποτέ το σεβασμό της για το σκηνοθέτη - δε θα κρύψει τη βαθύτατη ενόχλησή της. Αφού δώσει πρώτα δύο ακόμα σπουδαίες ερμηνείες, στα Way Down East (1920) και Orphans of the Storm (1921), θα σταματήσει οριστικά τη συνεργασία της με τον Griffith. Όπως θα δήλωνε και ο ίδιος, μετά την αποχώρηση της δεσποινίδος Gish, τίποτα πια δεν ήταν ίδιο.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Broken Blossoms (1919), Way Down East (1920), The Mothering Heart (1913), Orphans of the Storm (1921), True Heart Susie (1919)
Dorothy Gish
Όταν οι αδερφές Gish εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο σινεμά του Griffith με το The Unseen Enemy (1912) κερδίζοντας τους επαίνους θεατών και κριτικών, η Dorothy έμοιαζε εξαρχής καταδικασμένη να μείνει στη σκιά της μεγαλύτερης αδερφής της. Όσο η Lillian συμμετείχε στα φιλόδοξα έπη του Αμερικανού δημιουργού, εκείνη έμεινε να πρωταγωνιστεί σε μικρού μήκους φιλμ που σκηνοθετούσαν διάφοροι προστατευόμενοι του Griffith. Ειδικεύτηκε σε ρόλους κωμικούς, μακριά από την πληθωρικότητα της αδερφής της. Το 1918 θα εμφανιστεί στο Hearts of the World και θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του Griffith, ο οποίος της ανέθεσε τρία χρόνια αργότερα τον πιο απαιτητικό ρόλο της καριέρας της: η ερμηνεία της ως η τυφλή Louise στο Orphans of the Storm παραμένει η καλύτερη στιγμή της Dorothy Gish, έστω κι αν μένει στο περιθώριο (ξανά) από την παρουσία της Lillian στο ίδιο φιλμ. Βέβαια, δεν πίστευαν όλοι το ίδιο: η Linda Arvidson, σύζυγος του Griffith, έγραψε στην αυτοβιογραφία της πως η ίδια θεωρούσε πάντα την Dorothy μακράν ανώτερη της αδερφής της.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Orphans of the Storm (1921), Hearts of the World (1918)
Clarine Seymour
Η γεννημένη στο Brooklyn ηθοποιός είχε ήδη εμφανιστεί σε αρκετά φιλμ πριν γνωρίσει τον Griffith το 1918. Περνώντας από casting για το The Girl Who Stayed At Home, κέρδισε τον ανταγωνισμό και παρά τις μέτριες κριτικές της ταινίας, η δική της ερμηνεία τράβηξε την προσοχή όλων. Την επόμενη χρονιά θα ερμηνεύσει δεύτερους ρόλους σε δύο επιτυχίες του σκηνοθέτη, τα True Heart Susie και Scarlet Days, ενώπιον της Lillian Gish και της Carol Dempster αντίστοιχα, τις δύο δηλαδή αγαπημένες πρωταγωνίστριες του Griffith. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι σε αμφότερα τα φιλμ, η Seymour άφησε τις δύο σταρ στη σκιά της δικής της παρουσίας. Πιθανότατα ο Griffith να συμφωνούσε σε αυτό, για αυτό και της έδωσε ένα βασικό ρόλο στο φιλόδοξο Way Down East (1920). Ενώ όμως τα γυρίσματα έτρεχαν, ο ξαφνικός της θάνατος από ιατρικό σφάλμα (με τις φήμες να μιλούν για εγχείρηση έκτρωσης) συγκλόνισε την κινηματογραφική κοινότητα και σκόρπισε τη θλίψη στον Αμερικανό σκηνοθέτη και την ομάδα των σταθερών συνεργατών του.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Scarlet Days (1919), True Heart Susie (1919)
Carol Dempster
Από όλες τις αγαπημένες, νεαρές ηθοποιούς του Griffith, η Carol Dempster είναι η μοναδική με την οποία διατήρησε επιβεβαιωμένη ερωτική σχέση, ενόσω μάλιστα ήταν ακόμα παντρεμένος. Ο πρώτος της ρόλος ήταν μια ολιγόλεπτη παρουσία στο επεισόδιο της Βαβυλώνας στο Intolerance, σε ηλικία 15 χρονών, κι από τότε έγινε η προστατευόμενη του σκηνοθέτη. Από τα τέλη των 10's, θα αρχίζει να εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε ταινία του Griffith, προκαλώντας το θυμό και την τελική αποχώρηση των Mae Marsh και Lillian Gish από το γκριφιθικό σινεμά. Το γεγονός ότι οι σπουδαίοι πρωταγωνιστικοί της ρόλοι ήρθαν μετά τη φυγή της Gish, στέρησαν από τη Dempster τα φώτα της δημοσιότητας. Επίσης, το σχεδόν μονοσήμαντο ερμηνευτικό της ύφος έγινε πολλές φορές αντικείμενο κριτικής, όπως και η μάλλον συνηθισμένη εξωτερική της εμφάνιση, σε μια εποχή που η κινηματογραφική κριτική έμενε προσκολλημένη στην επιφάνεια. Σταδιακά, κερδίζει όλο και περισσότερο την εκτίμηση των νεότερων μελετητών του Griffith, που δικαίως της αναγνωρίζουν το ότι κουβάλησε στις πλάτες της την τελευταία μεγάλη ταινία του σκηνοθέτη, το America (1924), ενώ η παραγνωρισμένη ερμηνεία της στο Isn't Life Wonderful (1924) κατατάσσεται πλέον σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στο αμερικανικό, βωβό σινεμά.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Isn't Life Wonderful (1924), America (1924)
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
Ο Abel Gance, ταξιδεύοντας το 1921 στις ΗΠΑ για την προώθηση της τελευταίας του ταινίας, "J'accuse", δήλωνε σε κάθε ευκαιρία πως τον ενδιέφερε η γνώμη ενός και μόνο ανθρώπου, κι αυτός ήταν ο Griffith. Ο Erich von Stroheim, στο απόγειο της καριέρας του, ονομάτιζε επανειλημμένως τον γεννημένο στο Κεντάκι σκηνοθέτη ως τον πρώτο καλλιτέχνη που έφερε την ποίηση σε ένα "φθηνό μέσο διασκέδασης", όπως ήταν το σινεμά την εποχή των nickelodeon. Ο πρωτοστάτης του στρατευμένου κινηματογράφου, Sergei M. Eisenstein, ομολογούσε πως ήταν η προβολή του Intolerance που του αποκάλυψε για πρώτη φορά τις πραγματικές δυνατότητες του μοντάζ - μάλιστα, στο κείμενό του με τον εύγλωττο τίτλο "Ο Ντίκενς, ο Γκρίφιθ, κι εμείς", με έτος δημοσίευσης το 1940, ο Σοβιετικός χρίζει τον Αμερικανό "εφευρέτη" του μοντάζ και μεγάλο κληρονόμο της λογοτεχνικής παράδοσης της αφήγησης. Μερικά χρόνια αργότερα, ο André Bazin έγραφε πως οι τρεις σημαντικότεροι δημιουργοί στα κινηματογραφικά χρονικά ήταν ο Griffith, ο Chaplin και ο Von Stroheim, μεταγγίζοντας έτσι την αγάπη του για τον πρώτο εξ αυτών σε σύσσωμη τη νεότερη γενιά των Γάλλων κριτικών. Τέλος, ο Jean Mitry, ένας εκ των σπουδαιότερων ιστορικών της έβδομης τέχνης, δήλωνε χαρακτηριστικά: "Μπορούμε να πούμε, χωρίς την παραμικρή υπερβολή, πως αν το σινεμά οφείλει στο Λουί Λυμιέρ την ύπαρξή του ως μέσο ανάλυσης κι αναπαραγωγής της κίνησης (και κατά συνέπεια, ως θέαμα κι ως βιομηχανία θεάματος), είναι στον Γκρίφιθ που χρωστά την ύπαρξή του ως τέχνη, ως μέσο έκφρασης και νοηματοδότησης".
Το γεγονός πως η αξία της συνεισφοράς του Γκρίφιθ μειώνεται όσο αποκτάμε μεγαλύτερη απόσταση από την εποχή του, φαντάζει τουλάχιστον ως παράδοξο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και μια μεγάλη ευκαιρία για να προσεγγίσουμε σήμερα το έργο του από μια καινούρια οπτική γωνία. Όχι πια ως τον προπομπό ενός "άλλου" σινεμά, δηλαδή του κλασικού χολιγουντιανού κινηματογράφου της συνέχειας και της διαφάνειας, αλλά ως αυτόνομη καλλιτεχνική παραγωγή με τη δική της αξία. Έτσι, θα διαπιστώσουμε ότι, για παράδειγμα, πίσω από τη χρήση του παράλληλου κι εναλλασσόμενου μοντάζ (cross-cutting), κρύβεται η ακλόνητη πίστη του Γκρίφιθ σε μία φυσική αιτιότητα (απαραίτητη προϋπόθεση, θαρρείς, για την οντολογική αναγνώριση του μοντάζ). Θα συνειδητοποιήσουμε ότι η χρήση των κοντινών πλάνων, όχι πλέον αποκλειστικά ως "σφήνα" ενός αντικειμένου στη ροή της αφήγησης αλλά ως σταδιακή προσέγγιση της κάμερας προς το πρόσωπο που κινηματογραφεί, μαρτυρά το ανθρωπιστικό βλέμμα ενός σκηνοθέτη που αντιστάθμιζε το μεγάλο του πάθος για την Ιστορία, με την αγάπη του για τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες, για τα θύματα των μεγάλων γεγονότων. Ακόμα, θα παρατηρήσουμε πως τα περίφημα ride to rescue (η τεχνικής της "διάσωσης της τελευταίας στιγμής") με τα οποία αρεσκόταν να κλείνει τα φιλμ του, αποδεικνύουν την βαθιά του γνώση για την ικανότητα του σινεμά προς μια συναισθηματική και ψυχολογική χειραγώγηση του θεατή. Ναι, υπάρχει ουσία και περιεχόμενο στο σινεμά του Γκρίφιθ, πέρα από τις χιλιοδοξασμένες τεχνικές καινοτομίες.
Όσον αφορά τις τελευταίες, είναι πλέον κοινώς παραδεκτό πως του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στιλιστικές ανακαλύψεις που, στην πραγματικότητα, προϋπήρχαν των ταινιών του. Το γκρο πλαν, το παράλληλο μοντάζ και την μεγάλου μήκους ταινία, όλα αυτά ο Γκρίφιθ τα βρήκε έτοιμα και δοκιμασμένα. Ήταν εκείνος, ωστόσο, που τους έδωσε το διαχρονικό τους αφηγηματικό ρόλο, ωθώντας τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου στα άκρα. Κι αν υπάρχει μία φορμαλιστική συνεισφορά του Γκρίφιθ στην έβδομη τέχνη που είναι συγχρόνως αδιαμφισβήτητη και παραγνωρισμένη, πρόκειται για την εξέλιξη της ερμηνείας του ηθοποιού, το περίφημο screen acting. Αναπτύσσοντας μια πρωτόλεια θεωρία κινηματογραφικού ρεαλισμού, θα συμβάλλει τα μέγιστα στον περιορισμό των υπερβολικών, θεατρικών χειρονομιών, προωθώντας μια εκφραστική εγκράτεια που θα έχει για σημείο αναφοράς την αληθινή ζωή κι όχι το στιλιζαρισμένο δράμα.
Σε επίπεδο θεματολογίας, τα φιλμ του Griffith εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηθογραφικά δράματα και τα ιστορικά έπη. Ακόμα και στα δεύτερα, όμως, ο ήρωας τίθεται πάντοτε ενώπιον ηθικών διλημμάτων και καλείται συχνά να διαλέξει ανάμεσα στην αγάπη για πρόσωπα κοντινά και στην πίστη για το σκοπό που υπηρετεί (και που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα πρόκειται για την πατρίδα). Πάντως, το σταθερό μοτίβο που διατρέχει σχεδόν όλα τα φιλμ του Γκρίφιθ είναι η οικογένεια, υπό πολλές διαφορετικές μορφές και καταστάσεις. Κινδυνεύοντας να υποπέσουμε στην ευκολία μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η συγκεκριμένη εμμονή μπορεί να είχε ως αφετηρία το θάνατο του πατέρα του σκηνοθέτη όταν εκείνος ήταν μόλις δέκα χρονών. Γεννημένος στις 22 Ιανουαρίου 1875, ο David Griffith θα ζήσει όλη του την παιδική ηλικία με το θρύλο του ηρωικού πατέρα που υπηρέτησε στον εμφύλιο ως στρατηγός των Νοτίων (κι αυτό εξηγεί πολλά από τα ιδεολογικά αμαρτήματα των ταινιών του σκηνοθέτη) και την πολύ διαφορετική, καθημερινή εικόνα ενός μεθύστακα που με τον πρόωρο θάνατό του, άφησε μια οικογένεια όχι απλά χωρίς στήριγμα, αλλά βουτηγμένη στα χρέη. Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, κι αφού πέρασε από πολλές διαφορετικές δουλειές, ο Griffith θα ξεκινήσει μια αξιοπρεπή καριέρα θεατρικού ηθοποιού, κρατώντας πάντα στο μυαλό του το όνειρο να γράψει και να ανεβάσει το δικό του έργο. Σε μια από τις περιοδείες του, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Linda Arvidson, με την οποία παρέμεινε παντρεμένος για περίπου τριάντα χρόνια. Στα τέλη του 1906, θα ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο The Fool and the Girl, το οποίο θα ανέβει από το θίασο του James K. Hackett, αλλά θα κατακρεουργηθεί από την κριτική. Απογοητευμένος, ο Griffith θα στραφεί προς το "μικρότερης αξίας" έργο της συγγραφής κινηματογραφικών σεναρίων που λίγο θα υποπτευόταν και ο ίδιος πως θα σήμανε την απαρχή ενός εκ των σπουδαιότερων κεφαλαίων στην ιστορία του σινεμά.
Πολύ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται και ο ίδιος ως ηθοποιός σε μικρού μήκους ταινίες. Η πιο γνωστή του συμμετοχή, από εκείνες που διασώζονται σήμερα, βρίσκεται στο Rescue From An Eagle's Nest, σκηνοθετημένο από τον J. Searle Dawley για λογαριασμό της εταιρείας του Edison. Όταν το καλοκαίρι του 1908, ο έμπειρος σκηνοθέτης Wallace McCutcheon θα αρρωστήσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ασήμαντης περιπέτειας με τον τίτλο The Adventures of Dollie, η εταιρεία παραγωγής του φιλμ, Biograph, θα αναθέσει χωρίς προειδοποίηση στον 33χρονο Griffith την αποστολή ολοκλήρωσής του. Η κριτική κι εμπορική επιτυχία του θα δώσει την αφορμή για μια λαμπρή συνεργασία πέντε και βάλε χρόνων, μέχρι τις αρχές του 1914. Ο Griffith θα σκηνοθετήσει παραπάνω από 400 μικρού μήκους ταινίες για την Biograph ως το 1913, ενώ το κύκνειο άσμα του για τη συγκεκριμένη εταιρεία, θα είναι το μεσαίου μήκος φιλμ, Judith of Bethulia (1914). Δεν είναι λίγοι οι μελετητές του Αμερικανού σκηνοθέτη που θεωρούν ότι σε αυτήν την πρώτη περίοδο της καριέρας του, έδωσε τα καλύτερά του φιλμ. Είναι αλήθεια πως η τεχνική πρόοδος από χρόνο σε χρόνο υπήρξε αλματώδης, ενώ ο περιορισμός της μικρής διάρκειας έδινε το έναυσμα για μια ποιητικής ευαισθησίας αφαιρετικότητα που συχνά απουσιάζει από τις μεγάλους μήκους ταινίες του. Σύμφωνα με πολιτική της Biograph, τα φιλμ παρέμεναν ανυπόγραφα, αλλά με την αποχώρησή του για την αντίπαλο εταιρεία, Mutual, ο Griffith έσπευσε να κατοχυρώσει την πατρότητά τους με μια σειρά από δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της εποχής.
Με την ανεπανάληπτη επιτυχία του Birth of a Nation (1915), αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός δημιουργός, το όνομα του οποίου αποτελεί εγγύηση ποιότητας και γίνεται περιζήτητο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή της έβδομης τέχνης για τα επόμενα δέκα χρόνια, με σημείο αναφοράς την ίδρυση της δικής του εταιρείας παραγωγής, την United Artists, παρέα με τους Charlie Chaplin, Douglas Fairbanks και Mary Pickford, το 1919. Από τα μέσα της δεκαετίας του '20, όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη χρεωκοπία και θα δει το σινεμά του σιγά-σιγά να αντιμετωπίζεται ως ξεπερασμένο: ο επικός καμβάς και ο αφελής διδακτισμός των ταινιών του έμοιαζε παράταιρος στην εποχή της jazz και του μοντερνισμού. Το τελειωτικό χτύπημα που θα οδηγήσει τον Griffith στο αλκοόλ ήρθε από την επιτυχία της πρώην μούσας του, Lilian Gish, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Victor Sjöstrom, την ώρα που η δική του νέα, αγαπημένη σταρ, Carol Dempster, τον εγκατέλειπε χωρίς προειδοποίηση. Το 1930 του δόθηκε μια τελευταία ευκαιρία, σκηνοθετώντας τη βιογραφία του Abraham Lincoln, να γυρίσει στα χωράφια της Γέννησης ενός Έθνους και να βρεθεί ξανά στην πρωτοπορία, χαρίζοντας στον ομιλούντα κινηματογράφο το πρώτο του ιστορικό έπος. Η κριτική αποτυχία της ταινίας θα προμηνύσει το τέλος της σκηνοθετικής του καριέρας, που θα έρθει ένα χρόνο αργότερα με το ρεαλιστικό δράμα The Struggle.
Παρά τα προβλήματα με το ποτό που επιδείνωναν διαρκώς την κατάσταση της υγείας του, ο μύθος που ήθελε τον Griffith να περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στη φτώχεια, ξεχασμένος από τη βιομηχανία, απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Το βρετανικό ριμέικ του Broken Blossoms στα μέσα της δεκαετίας του '30 του απέφερε μια μικρή περιουσία, ενώ την ίδια περίοδο διατηρούσε τη δική του, διάσημη μάλιστα, ραδιοφωνική εκπομπή όπου αφηγούταν τις αναμνήσεις του από τα πρώτα χρόνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το 1936, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Frank Capra, παρέδωσε ένα ειδικό βραβείο Όσκαρ στον Griffith, επιλέγοντάς τον ταυτόχρονα για να παρουσιάσει τα βραβεία Ά γυναικείου ρόλου (στην Bette Davis) και 'Α αντρικού (στον Victor McLaglen). Την εποχή εκείνη η τελετή ήταν βιντεοσκοπημένη και το διασωθέν υλικό μας αποκαλύπτει έναν ...μεθυσμένο Γκρίφιθ να κοντεύει να έρθει στα χέρια με την οξύθυμη Davis. Την ίδια χρονιά, πέτυχε να πάρει διαζύγιο από τη Linda Arvidson και χωρίς να χάσει χρόνο παντρεύτηκε την κατά 35 χρόνια μικρότερή του, Evelyn Baldwin. Το 1940, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη οργάνωσε προς τιμήν του Griffith, την πρώτη στα χρονικά ρετροσπεκτίβα στο έργο ενός κινηματογραφικού σκηνοθέτη. Λίγο μετά το χωρισμό του με την Baldwin, στις 24 Ιουλίου 1948, ο Griffith απεβίωσε στο νοσοκομείο από εγκεφαλική αιμορραγία.
Ο GRIFFITH ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ
"Πόσοι από τους ηθοποιούς του θεάτρου μπορούν να σε κάνουν να πιστεύεις πως ενσαρκώνουν αληθινούς ανθρώπους; Ασφαλώς κι 'ερμηνεύουν' (they 'act'), με άλλα λόγια χρησιμοποιούν πολλές χειρονομίες και κάνουν πολλούς ήχους που δε βλέπουμε ή δεν ακούμε ποτέ στην πραγματική ζωή. Ως προς το εύρος και την κομψότητα, τη χαρακτηρολογική ανάπτυξη, τη γρήγορη μετάβαση από τη μία συναισθηματική διάθεση στην άλλη, δε ξέρω καμία ηθοποιό στην αμερικάνικη σκηνή, και δεν με νοιάζει πόσο διάσημη είναι, που μπορεί έστω να πλησιάσει τη δουλειά μερικών από τις ηθοποιούς του κινηματογράφου. Πού είναι η ηθοποιός που με ένα απλό κοίταγμα ή ένα φευγαλέο πέρασμα του χεριού από το μέτωπο, μπορεί να μεταδώσει στο θεατή τα μισά από τα συναισθήματα που γεννούν η Mary Pickford ή η Blanche Sweet;".
Η παραπάνω δήλωση του Griffith, σε συνέντευξη δημοσιευμένη τον Ιανουάριο του 1914 στην New York Dramatic Mirror, μαρτυρά την ειδική σχέση του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς του, και δη τις γυναίκες. Υπήρχε μια ανταλλαγή αμοιβαία που ξεπερνούσε το δίπολο μαθητή-δασκάλου, αν και ο σεβασμός παρέμενε μέχρι τέλους ένα αναπόσπαστο στοιχείο: ακόμα και μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας, η Lilian Gish εξακολουθούσε να του απευθύνει το λόγο ως Mr. Griffith. Η εμπιστοσύνη ήταν, ωστόσο, το βασικό χαρακτηριστικό: εκείνες ήξεραν ανά πάσα στιγμή πως βρίσκονταν στα καλύτερα χέρια, κι εκείνος δε δίσταζε να θέτει όλο το συνεργείο στην υπηρεσία της εκλεκτής κάθε φορά πρωταγωνίστριας. Το αποτέλεσμα είναι η γέννηση της έννοιας της κινηματογραφικής σταρ (όπως και το κάπως υποτιμητικό υπό-είδος της στάρλετ) από την εποχή κιόλας των μικρού μήκους ταινιών της Biograph.
Ιδού οι σημαντικότερες γυναίκες στη ζωή και το έργο του D.W. Griffith. Ο καθένας ας επιλέξει τη δική του αγαπημένη.
Mary Pickford
Η γεννημένη στον Καναδά ηθοποιός έγινε η πρώτη ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα στο αμερικάνικο σινεμά. Τα προσωνύμιο "America's Sweetheart" τη συνόδεψε από τα πρώτα της βήματα και μαρτυρούσε την περσόνα του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, που η Pickford έχτισε με απόλυτη επιτυχία. Ωστόσο, ο Griffith την αντιμετώπιζε πάντοτε με σεβασμό στα όρια του δέους και δεν έχανε ευκαιρία να μιλάει για το ταλέντο της. Ήταν άλλωστε εκείνος που την έφερε στην μεγάλη οθόνη. Έως το 1909, ήταν αποκλειστικός ηθοποιός του Broadway, μέχρι που παρουσιάστηκε στο casting για την ταινία Pippa Passes. Αν και τελικά δεν κέρδισε το ρόλο, ο Griffith την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και έσπευσε να τη δεσμεύσει με συμβόλαιο στη Biograph. Μάλιστα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί της εταιρείας αμείβονταν με μεροκάματο πέντε δολάρια, μόνη εκείνη εισέπραττε τα διπλάσια, κατόπιν προσωπικής εντολής του Griffith. Μόνο το 1909 εμφανίστηκε σε 51 φιλμ, ενώ η τελευταία της συνεργασία με τον μεγάλο σκηνοθέτη ήταν στο The New York Hat του 1912. Ωστόσο, οι δυο τους παρέμειναν στενοί φίλοι και το 1919 ήταν αμφότεροι συνιδρυτές της United Artists. Καθόλη τη δεκαετία του 10, ο μόνος ηθοποιός που συναγωνιζόταν σε αναγνωρισιμότητα την Pickford, ήταν ο Chaplin. Στο συμβόλαιό της υπήρχε πάντοτε ρητός όρος που της επέτρεπε να έχει τον τελικό λόγο σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας κάθε ταινίας, από το γύρισμα μέχρι τη διανομή, δημιουργώντας έτσι συνήθειες και πρακτικές που οι κινηματογραφικοί σταρ ακολουθούν μέχρι τις μέρες μας. Γνωστή για τη γενναιοδωρία της, υπάρχουν πάρα πολλοί ηθοποιοί του βωβού σινεμά που οφείλουν σε εκείνη την αρχή της καριέρας τους - ανάμεσά τους και οι αδελφές Gish που η Pickford σύστησε στον Griffith το 1912.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The New York Hat (1912), Friends (1912), Just Like a Woman (1912).
Blanche Sweet
Γεννημένη λίγους μήνες μετά την πρώτη, θρυλική προβολή των αδελφών Λυμιέρ στο Παρίσι, η Blanche Sweet ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός του θεάτρου μόλις στα τέσσερά της χρόνια (μάλιστα σε εκείνο το θίασο, συμπρωταγωνιστής της ήταν ο πατέρας του Lionel Barrymore, άλλος ένας σταθερός συνεργάτης του Griffith). Έτσι, όταν το 1909 υπέγραψε σε ηλικία 13 χρονών (!!!) συμβόλαιο με την Biograph, ήταν ήδη έμπειρη στη δουλειά της και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Ενεργητική και δυναμική, η παθιασμένη παρουσία της ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με το πρότυπο του εύθραυστου, ευάλωτου θηλυκού, που ο Griffith αρεσκόταν να σκιαγραφεί στα φιλμ του. Η εμφάνισή της στο The Lonedale Operator (1911) προκάλεσε αίσθηση και την ανέδειξε ως βασική ανταγωνίστρια της Pickford για την επιλογή των πρωταγωνιστικών ρόλων. Όμως, ήταν στο The Painted Lady (1912) που, με τη συγκλονιστική της δουλειά, χάρισε στο σινεμά την πρώτη πραγματικά σπουδαία ερμηνεία στην ιστορία του. Σε μια εποχή ερμηνευτικής υπερβολής, η ηρωίδα της απορροφούσε τον πόνο που αντιμετώπιζε και άφηνε μόνο υπόνοιες των τραυμάτων που εκείνος προκαλούσε. Όταν το 1914 ο Griffith πήρε την πολυπόθητη έγκριση της Biograph για τη δημιουργία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, The Judith of Bethulia, ο πρώτος ρόλος πήγε στη Sweet κι εκείνη τον δικαίωσε, μιας και η ερμηνεία της παραμένει από τα βασικά στοιχεία που ανταμείβουν το σύγχρονο θεατή του φιλμ εκείνου. Ο βασικός γυναικείος ρόλος τoυ The Birth of a Nation, εκείνος της Elsie Stoneman προοριζόταν για τη Sweet, ωστόσο ο Griffith αποφάσισε την τελευταία στιγμή να προτιμήσει τη Lilian Gish. Η πίκρα της ήταν τέτοια ώστε, παρά την μακρόχρονη καριέρα της στην μεγάλη οθόνη, δε συνεργάστηκε ποτέ ξανά με το σκηνοθέτη που την ανέδειξε.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The Painted Lady (1912), Judith of Bethulia (1914), The Lonedale Operator (1911)
Mae Marsh
Η είσοδος της Mae Marsh στον κινηματογράφο ήταν θέμα τύχης αλλά και κρυφής επιμονής. Η μεγαλύτερη αδελφή της, Marguerite, ήταν ηθοποιός της Biograph και η Mae την ακολουθούσε καθημερινά στα γυρίσματα, δουλεύοντας μάλιστα συχνά κι ως πωλήτρια στα στούντιο. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ο Griffith την εντόπισε ανάμεσα στο πλήθος, αποφάσισε ενστικτωδώς να της δώσει ένα ρόλο (στο The Sands of Dee) κι από εκείνη τη στιγμή, έγινε μία από τις αγαπημένες του ηθοποιούς. Όταν ο σκηνοθέτης άρχισε να μεταφέρει στο σελιλόιντ τα πιο φιλόδοξα οράματά του, η Marsh ήταν σταθερή συνεργάτης. Μετά από ένα δεύτερο ρόλο στο Judith of Bethulia, ο Griffith θα της εμπιστευθεί πρωταγωνιστικούς ρόλους στα πιο φιλόδοξα και πλέον διάσημα μέχρι και σήμερα φιλμ του, τα The Birth of a Nation και Intolerance. Στο πρώτο, ως Flora Cameron, δίνει μια συνταρακτική ερμηνεία, σημαδεύοντας μάλιστα την καλύτερη σεκάνς του έργου (και μια από τις καλύτερες σε όλη την καριέρα του Griffith), όταν προκειμένου να μην υποκύψει στις επιθυμίες του αδίστακτου Gus, θα πηδήξει στο κενό. Μετά το Intolerance, θα απομακρυνθεί από το σκηνοθέτη, υπογράφοντας ένα τεράστιο συμβόλαιο με τον Samuel Goldwyn (με αμοιβή 2500 δολάρια ανά βδομάδα), αλλά κανένα επόμενο φιλμ της δε θα γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία, μέχρι την έλευση του ομιλούντος τουλάχιστον, οπότε και η καριέρα της θα γνωρίσει μια νέα άνθιση.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: The Birth of a Nation (1915), Intolerance (1916), Home Sweet Home (1914)
Lillian Gish
Αν ο D.W. Griffith είναι ο Leonardo da Vinci του κινηματογράφου, τότε η Lillian Gish είναι η Mona Lisa του. Η πιο θρυλική γυναικεία παρουσία στο βωβό σινεμά, θα δει το όνομά της να συνοδεύει μια σειρά από μύθους πρωταρχικούς της κινηματογραφικής τέχνης. Διασημότερος όλων, η φημολογούμενη εφεύρεση του close up από τον Griffith που, παθιασμένος από έρωτα για την πρωταγωνίστριά του, ήθελε να πλησιάσει την κάμερα όσο πιο κοντά γινόταν στο πρόσωπό της. Μαζί με την μικρότερη αδερφή της, Dorothy, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε ταινία του σκηνοθέτη με το The Unseen Enemy, το 1912. Η συνέχεια έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στις σελίδες της κινηματογραφικής ιστορίας. Ήδη από την εποχή της Biograph, η Gish στοιχειώνει την μεγάλη οθόνη με το ευφυές μα ναζιάρικο βλέμμα της και τις υπόγειες, πολυεπίπεδες ερμηνείες της. Έχοντας σταθερή παρουσία σε όλες τις μεγάλες παραγωγές του Griffith στα 10΄s, θα κερδίσει μια για πάντα την αιωνιότητα ως Lucy στο Broken Blossoms (1919), μία από τις σπουδαιότερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών, με τη διάσημη χειρονομία-χαμόγελο να λυγίζει τις αντιστάσεις των θεατών κάθε εποχής. Την ίδια χρονιά, ο Griffith θα αρχίσει να προτιμάει ολοένα και συχνότερα την Carole Dempster αντί για την Gish, η οποία - χωρίς να χάσει ποτέ το σεβασμό της για το σκηνοθέτη - δε θα κρύψει τη βαθύτατη ενόχλησή της. Αφού δώσει πρώτα δύο ακόμα σπουδαίες ερμηνείες, στα Way Down East (1920) και Orphans of the Storm (1921), θα σταματήσει οριστικά τη συνεργασία της με τον Griffith. Όπως θα δήλωνε και ο ίδιος, μετά την αποχώρηση της δεσποινίδος Gish, τίποτα πια δεν ήταν ίδιο.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Broken Blossoms (1919), Way Down East (1920), The Mothering Heart (1913), Orphans of the Storm (1921), True Heart Susie (1919)
Dorothy Gish
Όταν οι αδερφές Gish εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο σινεμά του Griffith με το The Unseen Enemy (1912) κερδίζοντας τους επαίνους θεατών και κριτικών, η Dorothy έμοιαζε εξαρχής καταδικασμένη να μείνει στη σκιά της μεγαλύτερης αδερφής της. Όσο η Lillian συμμετείχε στα φιλόδοξα έπη του Αμερικανού δημιουργού, εκείνη έμεινε να πρωταγωνιστεί σε μικρού μήκους φιλμ που σκηνοθετούσαν διάφοροι προστατευόμενοι του Griffith. Ειδικεύτηκε σε ρόλους κωμικούς, μακριά από την πληθωρικότητα της αδερφής της. Το 1918 θα εμφανιστεί στο Hearts of the World και θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του Griffith, ο οποίος της ανέθεσε τρία χρόνια αργότερα τον πιο απαιτητικό ρόλο της καριέρας της: η ερμηνεία της ως η τυφλή Louise στο Orphans of the Storm παραμένει η καλύτερη στιγμή της Dorothy Gish, έστω κι αν μένει στο περιθώριο (ξανά) από την παρουσία της Lillian στο ίδιο φιλμ. Βέβαια, δεν πίστευαν όλοι το ίδιο: η Linda Arvidson, σύζυγος του Griffith, έγραψε στην αυτοβιογραφία της πως η ίδια θεωρούσε πάντα την Dorothy μακράν ανώτερη της αδερφής της.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Orphans of the Storm (1921), Hearts of the World (1918)
Clarine Seymour
Η γεννημένη στο Brooklyn ηθοποιός είχε ήδη εμφανιστεί σε αρκετά φιλμ πριν γνωρίσει τον Griffith το 1918. Περνώντας από casting για το The Girl Who Stayed At Home, κέρδισε τον ανταγωνισμό και παρά τις μέτριες κριτικές της ταινίας, η δική της ερμηνεία τράβηξε την προσοχή όλων. Την επόμενη χρονιά θα ερμηνεύσει δεύτερους ρόλους σε δύο επιτυχίες του σκηνοθέτη, τα True Heart Susie και Scarlet Days, ενώπιον της Lillian Gish και της Carol Dempster αντίστοιχα, τις δύο δηλαδή αγαπημένες πρωταγωνίστριες του Griffith. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι σε αμφότερα τα φιλμ, η Seymour άφησε τις δύο σταρ στη σκιά της δικής της παρουσίας. Πιθανότατα ο Griffith να συμφωνούσε σε αυτό, για αυτό και της έδωσε ένα βασικό ρόλο στο φιλόδοξο Way Down East (1920). Ενώ όμως τα γυρίσματα έτρεχαν, ο ξαφνικός της θάνατος από ιατρικό σφάλμα (με τις φήμες να μιλούν για εγχείρηση έκτρωσης) συγκλόνισε την κινηματογραφική κοινότητα και σκόρπισε τη θλίψη στον Αμερικανό σκηνοθέτη και την ομάδα των σταθερών συνεργατών του.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Scarlet Days (1919), True Heart Susie (1919)
Carol Dempster
Από όλες τις αγαπημένες, νεαρές ηθοποιούς του Griffith, η Carol Dempster είναι η μοναδική με την οποία διατήρησε επιβεβαιωμένη ερωτική σχέση, ενόσω μάλιστα ήταν ακόμα παντρεμένος. Ο πρώτος της ρόλος ήταν μια ολιγόλεπτη παρουσία στο επεισόδιο της Βαβυλώνας στο Intolerance, σε ηλικία 15 χρονών, κι από τότε έγινε η προστατευόμενη του σκηνοθέτη. Από τα τέλη των 10's, θα αρχίζει να εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε ταινία του Griffith, προκαλώντας το θυμό και την τελική αποχώρηση των Mae Marsh και Lillian Gish από το γκριφιθικό σινεμά. Το γεγονός ότι οι σπουδαίοι πρωταγωνιστικοί της ρόλοι ήρθαν μετά τη φυγή της Gish, στέρησαν από τη Dempster τα φώτα της δημοσιότητας. Επίσης, το σχεδόν μονοσήμαντο ερμηνευτικό της ύφος έγινε πολλές φορές αντικείμενο κριτικής, όπως και η μάλλον συνηθισμένη εξωτερική της εμφάνιση, σε μια εποχή που η κινηματογραφική κριτική έμενε προσκολλημένη στην επιφάνεια. Σταδιακά, κερδίζει όλο και περισσότερο την εκτίμηση των νεότερων μελετητών του Griffith, που δικαίως της αναγνωρίζουν το ότι κουβάλησε στις πλάτες της την τελευταία μεγάλη ταινία του σκηνοθέτη, το America (1924), ενώ η παραγνωρισμένη ερμηνεία της στο Isn't Life Wonderful (1924) κατατάσσεται πλέον σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στο αμερικανικό, βωβό σινεμά.
Καλύτερες ερμηνείες σε σκηνοθεσία D.W. Griffith: Isn't Life Wonderful (1924), America (1924)
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου