Οι όμορφοι άνθρωποι χτίζουν όμορφους κόσμους. Όπως οι
βρώμικοι κατασκευάζουν βρώμικους και οι άδικοι αποτελούν την πλειοψηφία ενός
άδικου τόπου τον οποίο χειρίζονται με εξίσου άδικο τρόπο. Βέβαια, ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν και μερικοί
που κινούνται κάπου στο ενδιάμεσο, όχι γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά
αλλά γιατί δεν έχουν αποφασίσει ακόμα σε ποια κατηγορία θέλουν να ανήκουν.
Κάπως έτσι, οικοδομήσαμε την Ελλάδα,
φτάνοντας στο σήμερα, χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι αυτό που μας αποτελεί και τελικά,
μας χαρακτηρίζει. Μέσα σ’ αυτήν τη σαχλαμάρα που ζούμε, κάποιοι προσπαθούν να
παραμείνουν δίκαιοι.
Η ταινία ξεκινάει με έναν άνθρωπο, μόνο, σε ένα έρημο
παγκάκι. Έναν άνθρωπο που μοιάζει να μη χωράει στον τόπο που τον γέννησε, στριμωγμένος,
θαρρείς, σε μια γωνιά που κανείς άλλος δεν ήθελε να βρίσκεται. Ο Σωτήρης (εξαιρετικός
ο Καφετζόπουλος) είναι αστυνομικός, ένα όργανο της τάξης δηλαδή, ο οποίος
αποφασίζει στη ζωή και στη δουλειά του να είναι δίκαιος με εκείνους που η
ζωή έτυχε να είναι άδικη. Μια απόφαση
που γεννοβολάει ερωτήματα στο θεατή, τόσο για το παρελθόν του πρωταγωνιστή όσο
και για τον τόπο του. Αυτό το δεύτερο (ο τόπος) μοιάζει να είναι η κινητήριος
δύναμη της ταινίας, ο παράγοντας γύρω και μέσα στον οποίο περιστρέφονται όλα. Ένας
τόπος που μοιάζει να ματώνει, αφήνοντας λεκέδες, τους οποίους ελάχιστοι
γνωρίζουν πώς να ξεβρομίσουν.
Ο τόπος του Σωτήρη είναι ο τόπος του σήμερα. Η χώρα που
θέλουμε όλοι να αλλάξουμε αλλά κανείς δεν τολμάει να κάνει την πρώτη κίνηση.
Είναι ο τόπος που θα κυνηγήσει αυτόν που θα κλέψει ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα
κομμάτι ψωμί, αλλά θα προσπαθήσει να καλύψει εκείνον που θα αφανίσει την
αμεροληψία. Είναι ο τόπος που θα προωθήσει αυτόν που έχει τις κατάλληλες
γνωριμίες αλλά θα κρατήσει στην αφάνεια εκείνον που έχει τα προσόντα όμως δε
γνωρίζει τους κατάλληλους ανθρώπους. Είναι ο τόπος που σου βάζει το όπλο στο
χέρι και πατάει τη σκανδάλη, χωρίς να μπορείς να προβάλεις αντίσταση. Ο τόπος
του Σωτήρη απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ένας όμορφος κόσμος, ηθικός,
αγγελικά πλασμένος. Αντιθέτως, μοιάζει με τερατούργημα οικοδομικών διαστάσεων,
το οποίο όμως εσωκλείει στα σπλάχνα του μια λιλιπούτεια θέση και για τους
άλλους, τους διαφορετικούς.
Ο Σωτήρης θα συναντήσει τη Δώρα (ιδανική στο ρόλο η Θεοδώρα
Τζήμου) εν μέσω ειλικρινούς αναζήτησης και κακουργηματικής ενοχής. Η Δώρα θα
γνωρίσει τον Σωτήρη τη στιγμή της προσωπικής και ηθικής της αμφισβήτησης. Οι
δυο τους δε θα ταιριάξουν αμέσως, θα βρεθούνε όμως δέσμιοι, ο καθένας της δικής
του αμαρτίας. Οι δυο αυτοί χαρακτήρες θα αναζητήσουν την καθαρότητα της
συνείδησης, αμήχανοι μπροστά στην ειλικρίνεια και χαμένοι στη μετάφραση όσων
πρέπει να ειπωθούν αλλά λέγονται διστακτικά.
Με πολύχρωμο ρεαλισμό και ουμανιστική διάθεση, ο Φίλιππος
Τσίτος θα χτίσει τον Άδικο Κόσμο του, επάνω στην ευαισθησία και την ειλικρίνεια
των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Και θα κατασκευάσει ένα παραμύθι, σαν αυτό
που μοιάζει να έχει ανάγκη το ελληνικό σινεμά. Ένα παραμύθι προβληματισμένο
όπως και οι ήρωές του και μελαγχολικό όπως οι διαθέσεις τους. Ένα παραμύθι που
θέλει να μιλήσει αλλά τρέμει μπροστά στις λέξεις, γι’ αυτό και σε στιγμές στέκεται
σιωπηλό. Ίσως και να μη χρειάζεται να ξεστομίσει κάτι, άλλωστε οι ήρωές του μιλάνε
περισσότερο με τα βλέμματα και τις εκφράσεις τους παρά με τις λέξεις. Ένα
παραμύθι που σπαρταράει για να γίνει πραγματικότητα, αρκεί οι άνθρωποι να
αρχίσουν να πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν. Να αλλάξουν πρώτα τον εαυτό τους
και μετά αυτό τον υπέροχο αλλά θρασύδειλο τόπο που έτυχε να ζούμε.
πηγή
http://cinenoxoi.blogspot.gr/
δείτε το trailer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου