Η νέα ταινία του Κρίστιαν Μουνγκίου επιβεβαιώνει την ανάγκη και ταυτόχρονα την τόλμη του Ρουμάνου σκηνοθέτη να κοιτάζει κατάματα τις όχι και τόσο κολακευτικές πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος της πατρίδας του. Με το 4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Ημέρες, αποτύπωσε το ηθικό και κοινωνικό πορτρέτο της εποχής Τσαουσέσκου, αφήνοντας μέσα από τις φορμαλιστικές επιλογές να αναδυθούν οι αναλογίες με το σήμερα. Με το Πέρα από τους Λόφους, η αιχμηρή κριτική του στρέφεται κατά του σκοταδισμού της θρησκείας και συγκεκριμένα της Ορθοδοξίας που, όπως και στην Ελλάδα, δεν είναι η επίσημη αλλά η επικρατούσα στη βορειοανατολική αυτή γωνιά των Βαλκανίων. Φυσικά, ο Μουνγκίου διαθέτει τη σπάνια εκείνη λεπτότητα των μεγάλων καλλιτεχνών που του επιτρέπει να αποφεύγει τις χυδαιότητες μιας μανιχαϊστικής απεικόνισης των μαυροντυμένων πιστών του απομονωμένου μοναστηριού όπου σχεδόν αποκλειστικά λαμβάνει χώρα η ιστορία του. Ούτε οι νεαρές καλόγριες, ούτε το γηραιό ζευγάρι που ηγείται της Μονής δε διανοούνται έστω για μια στιγμή ότι πράττουν κάτι λάθος ή, ακόμα περισσότερο, ότι μπορούν να βλάψουν - αντί να βοηθούν - τους συνανθρώπους τους. Το βραβευμένο στις Κάννες σενάριο κρατάει σοφά μιαν απόσταση από τις δύο πλευρές (από την μία οι πιστοί του Χριστού κι από την άλλη η Αλίνα, πιστή στον έρωτά της), αφήνοντας τη σκηνοθεσία να αναδείξει με τρόπο καίριο μα υπαινικτικό τη θέση του φιλμ και του δημιουργού του.
Κάπου στα πρώτα λεπτά της ταινίας, όταν για πρώτη φορά η Αλίνα και η Βοϊτσίτα θα βρεθούν στο δωμάτιο της δεύτερης στο μοναστήρι, η καθεμία θα κληθεί να ξεκαθαρίσει τη θέση της αναφορικά με το κοινό ή μη μέλλον τους. Οι δυο τους μεγάλωσαν μαζί στο ορφανοτροφείο, αχώριστες φίλες κι αφοσιωμένα ερωτευμένες μεταξύ τους. Όταν ενηλικιώθηκαν και μην έχοντας τα εφόδια (δηλαδή το χρήμα) για να ενταχθούν αρμονικά στην κοινωνία, οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Η μία κατέληξε στη Γερμανία, δουλεύοντας όπου μπορούσε για να επιβιώσει, η άλλη διάλεξε το (μάλλον ευκολότερο κατά τον Μουνγκίου) δρόμο του θεού. Κι αν η Βοϊτσίτα κατόρθωσε να απαλλαχτεί της αβάσταχτης μοναξιάς εγκαταλείποντας κάθε προσδοκία για τα εγκόσμια προς υπόσχεση καλύτερων επουράνιων ημερών, η Αλίνα ζει στο κοινωνικοοικονομικό παρόν (του τεράστιου χωριού που λέγεται Ευρώπη) και η μόνη της ελπίδα συγκεντρώνεται στον έρωτά της για τη φίλη της. Αυτόν τον μακροσκελή διάλογο - διακήρυξη (προ)θέσεων, ο Μουνγκίου θα τον καδράρει με ένα μόνο (μεσαίο) πλάνο. Κι αν το σενάριο αφήνει επαρκή χώρο και στις δύο ηρωίδες για να εκθέσουν τα θέλω τους, κι αν η Βοϊτσίτα βρίσκεται χωρικά πιο κοντά στην κάμερα (κι άρα στο θεατή), η εστίαση της εικόνας φωτίζει σε όλη τη διάρκεια αυτού του ακινητοποιημένου πλαν σεκάνς την Αλίνα, ξεκαθαρίζοντας διακριτικά αλλά με σαφήνεια την πλευρά που διαλέγει ο Ρουμάνος σκηνοθέτης. Αρκετά αργότερα, κάπου στην μέση της ταινίας, όταν η Βοϊτσίτα ανακοινώνει στην Αλίνα πως η ίδια θα γυρίσει στο μοναστήρι αφήνοντάς την μόνη στο ανάδοχο σπίτι, η δεύτερη μένει εκτός κάδρου ενώ η πρώτη, απομονωμένη στη δεξιά γωνία της εικόνας, θα εκτεθεί από την κάμερα του Μουνγκίου όσο ανακοινώνει την απόφασή της να εγκαταλείψει τη φίλη της.
Σε επίπεδο στιλιστικό, το φιλμ καθιστά ξεκάθαρο τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του κορυφαίου νέου δημιουργού του βαλκανικού σινεμά, όπως ακριβώς το γνωρίσαμε στο προ πενταετίας φιλμ του. Μία προτίμηση σε πλάνα μεγάλης διάρκειας και σε σιωπές που υπερτονίζουν την έξωθεν επιβαλλόμενη απομόνωση, διακόπτεται από απότομες στιγμές έξαψης και βίας, με κάμερα στο χέρι που γκρεμίζει μονομιάς τη φαινομενική γαλήνη των προηγούμενων σκηνών (ο πανικός που η "δαιμονισμένη" Αλίνα σκορπίζει στο μοναστήρι αποτυπώνεται σε σεκάνς σπάνιας δυναμικής). Η αναγνωρίσιμη φόρμα συνοδεύεται (μέχρι τώρα έστω) με θεματολογία θαρραλέα, γεγονός που μετατρέπει τον Μουνγκίου σε έναν από τους δυστυχώς όχι πολλούς σκηνοθέτες των οποίων αναμένουμε τη συνέχεια της φιλμογραφίας με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μοναδική παρατήρηση (κι όχι ακριβώς ένσταση), που συνιστά λογική επέκταση της δυσκολίας του θέματος του Πέρα από τους Λόφους, είναι η μάλλον συγκεχυμένη άποψη που το φιλμ προτάσσει ως προς τις εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην τυφλή θρησκευτική πίστη. Αν κι αρκετές φορές αφήνεται να εννοηθεί πως ένας από τους λόγους που η Αλίνα δεν εγκαταλείπει οικειοθελώς το μοναστήρι είναι ο οικονομικός (είναι μια μονάδα ξεβρασμένη από το σύστημα, δεν έχει πουθενά αλλού να στραφεί), ωστόσο η εμμονοληπτική προσκόλληση της στη Βοϊτσίτα και το γεγονός πως εξαρχής έχουμε να κάνουμε με έναν έρωτα ομοφυλοφιλικό, έχουν ως συνέπεια το φιλμ να δανείζει εαυτόν κάλλιστα σε ερμηνείες ψυχαναλυτικές. Κι αν ο ψυχολόγος, ως εκπρόσωπος μιας προσέγγισης πιο ..."επιστημονικής", παρουσιάζεται ως πρόοδος έναντι του παπά, το φιλμ φλερτάρει επικίνδυνα με το συντηρητισμό. Όλα αυτά βέβαια δεν μειώνουν στο ελάχιστο τη σκηνοθετική δουλειά του Μουνγκίου που όχι μόνο δε γλιστράει στις παγίδες του σεναρίου του, αλλά κατορθώνει ταυτόχρονα να περάσει και υπόνοιες μιας πολιτικής αλληγορίας με φόντο το ολοκληρωτικό, πατριαρχικό καθεστώς ενός μοναστηριού.
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
trailer
http://www.youtube.com/watch?v=jAt7gVFYXpw
Κάπου στα πρώτα λεπτά της ταινίας, όταν για πρώτη φορά η Αλίνα και η Βοϊτσίτα θα βρεθούν στο δωμάτιο της δεύτερης στο μοναστήρι, η καθεμία θα κληθεί να ξεκαθαρίσει τη θέση της αναφορικά με το κοινό ή μη μέλλον τους. Οι δυο τους μεγάλωσαν μαζί στο ορφανοτροφείο, αχώριστες φίλες κι αφοσιωμένα ερωτευμένες μεταξύ τους. Όταν ενηλικιώθηκαν και μην έχοντας τα εφόδια (δηλαδή το χρήμα) για να ενταχθούν αρμονικά στην κοινωνία, οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Η μία κατέληξε στη Γερμανία, δουλεύοντας όπου μπορούσε για να επιβιώσει, η άλλη διάλεξε το (μάλλον ευκολότερο κατά τον Μουνγκίου) δρόμο του θεού. Κι αν η Βοϊτσίτα κατόρθωσε να απαλλαχτεί της αβάσταχτης μοναξιάς εγκαταλείποντας κάθε προσδοκία για τα εγκόσμια προς υπόσχεση καλύτερων επουράνιων ημερών, η Αλίνα ζει στο κοινωνικοοικονομικό παρόν (του τεράστιου χωριού που λέγεται Ευρώπη) και η μόνη της ελπίδα συγκεντρώνεται στον έρωτά της για τη φίλη της. Αυτόν τον μακροσκελή διάλογο - διακήρυξη (προ)θέσεων, ο Μουνγκίου θα τον καδράρει με ένα μόνο (μεσαίο) πλάνο. Κι αν το σενάριο αφήνει επαρκή χώρο και στις δύο ηρωίδες για να εκθέσουν τα θέλω τους, κι αν η Βοϊτσίτα βρίσκεται χωρικά πιο κοντά στην κάμερα (κι άρα στο θεατή), η εστίαση της εικόνας φωτίζει σε όλη τη διάρκεια αυτού του ακινητοποιημένου πλαν σεκάνς την Αλίνα, ξεκαθαρίζοντας διακριτικά αλλά με σαφήνεια την πλευρά που διαλέγει ο Ρουμάνος σκηνοθέτης. Αρκετά αργότερα, κάπου στην μέση της ταινίας, όταν η Βοϊτσίτα ανακοινώνει στην Αλίνα πως η ίδια θα γυρίσει στο μοναστήρι αφήνοντάς την μόνη στο ανάδοχο σπίτι, η δεύτερη μένει εκτός κάδρου ενώ η πρώτη, απομονωμένη στη δεξιά γωνία της εικόνας, θα εκτεθεί από την κάμερα του Μουνγκίου όσο ανακοινώνει την απόφασή της να εγκαταλείψει τη φίλη της.
Σε επίπεδο στιλιστικό, το φιλμ καθιστά ξεκάθαρο τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του κορυφαίου νέου δημιουργού του βαλκανικού σινεμά, όπως ακριβώς το γνωρίσαμε στο προ πενταετίας φιλμ του. Μία προτίμηση σε πλάνα μεγάλης διάρκειας και σε σιωπές που υπερτονίζουν την έξωθεν επιβαλλόμενη απομόνωση, διακόπτεται από απότομες στιγμές έξαψης και βίας, με κάμερα στο χέρι που γκρεμίζει μονομιάς τη φαινομενική γαλήνη των προηγούμενων σκηνών (ο πανικός που η "δαιμονισμένη" Αλίνα σκορπίζει στο μοναστήρι αποτυπώνεται σε σεκάνς σπάνιας δυναμικής). Η αναγνωρίσιμη φόρμα συνοδεύεται (μέχρι τώρα έστω) με θεματολογία θαρραλέα, γεγονός που μετατρέπει τον Μουνγκίου σε έναν από τους δυστυχώς όχι πολλούς σκηνοθέτες των οποίων αναμένουμε τη συνέχεια της φιλμογραφίας με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μοναδική παρατήρηση (κι όχι ακριβώς ένσταση), που συνιστά λογική επέκταση της δυσκολίας του θέματος του Πέρα από τους Λόφους, είναι η μάλλον συγκεχυμένη άποψη που το φιλμ προτάσσει ως προς τις εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην τυφλή θρησκευτική πίστη. Αν κι αρκετές φορές αφήνεται να εννοηθεί πως ένας από τους λόγους που η Αλίνα δεν εγκαταλείπει οικειοθελώς το μοναστήρι είναι ο οικονομικός (είναι μια μονάδα ξεβρασμένη από το σύστημα, δεν έχει πουθενά αλλού να στραφεί), ωστόσο η εμμονοληπτική προσκόλληση της στη Βοϊτσίτα και το γεγονός πως εξαρχής έχουμε να κάνουμε με έναν έρωτα ομοφυλοφιλικό, έχουν ως συνέπεια το φιλμ να δανείζει εαυτόν κάλλιστα σε ερμηνείες ψυχαναλυτικές. Κι αν ο ψυχολόγος, ως εκπρόσωπος μιας προσέγγισης πιο ..."επιστημονικής", παρουσιάζεται ως πρόοδος έναντι του παπά, το φιλμ φλερτάρει επικίνδυνα με το συντηρητισμό. Όλα αυτά βέβαια δεν μειώνουν στο ελάχιστο τη σκηνοθετική δουλειά του Μουνγκίου που όχι μόνο δε γλιστράει στις παγίδες του σεναρίου του, αλλά κατορθώνει ταυτόχρονα να περάσει και υπόνοιες μιας πολιτικής αλληγορίας με φόντο το ολοκληρωτικό, πατριαρχικό καθεστώς ενός μοναστηριού.
πηγή
http://www.filmgaze.blogspot.gr/
trailer
http://www.youtube.com/watch?v=jAt7gVFYXpw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου